Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Τίποτα δεν έχει αλλάξει...

...και τίποτα δεν είναι όπως παλιά....

Πόσες αλήθειες μέσα απ' τα τραγούδια - τα 'χουμε ξαναπεί αυτά....
- ...και θα τα λέμε όποτε το έχουμε ανάγκη...

Κανονικά δεν αγαπώ τις Κυριακές. Έχουν τη θλίψη τους. Ειδικά μετά το μεσημέρι, εκεί που πιάνει το απόγευμα και επικρατεί παντού ησυχία. Για να μη μιλήσω για τις Κυριακές στην επαρχία. Μνήμες και παρόν ίδιο κι απαράλλαχτο. Σιγή και ατονία παντού τις Κυριακές τ' απομεσήμερα, ιδίως τα χειμωνιάτικα απογεύματα τις Κυριακής, εκείνα του Νοέμβρη ή του Δεκέμβρη που νυχτώνει από νωρίς. Μέχρι το μεσημέρι όλο και κάτι γίνεται. Η πρωινή καμπάνα που στη σπάει. Οι γυναίκες, συνήθως μεγάλης ηλικίας, που φεύγουν από την εκκλησία και μουρμουρίζουν την ώρα που πίνεις τον πρωινό σου καφέ με τα νεύρα σου τσατάλια από τα μεγάφωνα της Παναγίας. Τα πούλμαν που έχουν αράξει εκεί κοντά στο σπίτι για να δουν τις αρχαιότητες - καμάρι του χωριού υποτίθεται και θύμα της αδιαφορίας όλων από την άλλη. Οι φιλενάδες της μαμάς που θα περάσουν να πουν τι θα μαγειρέψουν. Η φωτογραφία του πατέρα εκεί να μας θυμίζει πως τέτοια ώρα Κυριακή έδενε τη γραβάτα για να βγει σένιος για τον καφέ στην αρχή και το ουζάκι με τους φίλους του μετά. Το ρολόι της εκκλησίας να τρώει άλλο ένα μισάωρο. Η Δ. να ανοίγει την μπαλκονόπορτα και να έρχεται με "ούμπα". Η αγουροξυπνημένη Ι. να σκάει μύτη με τσάι πια και λίγα λόγια το πρωί. Η μαμά να τσακίζει το ένα σταυρόλεξο μετά το άλλο. Την Τ. την χάνω για την ώρα. Η Μ. μου να βλέπει μετά μανίας παιδικά πίνοντας το γάλα της. Ο Θ. αν είναι εκεί στο ipad. Και πάει λέγοντας. Εγώ; Παρατηρητής. Απλός. Απλώς.
Και συνεχίζουμε. Κουβεντιάζοντας. Κουτσομπολεύοντας. Με κόντρες. Με γέλια. Με πρέπει - μα τώρα είμαι μαμά.

Δόντια πλυμμένα, μαλλιά χτενισμένα, κάλτσες, παπούτσια, περπάτημα ή ποδηλατάδα στο χωριό που μυρίζει παντού σε κάθε δρόμο και κάθε γειτονιά μυρωδιά ψητού κρέατος. Παράδοση βεβαίως. Γυρνοβολάμε λοιπόν, παίρνουμε και μια εφημερίδα, χαιρετάμε κόσμο στην πορεία, λέω ιστορίες για το χωριό στην Μ. και...φτάσαμε στο μεσημέρι με την πείνα να μας τρώει πρώτα εκείνη. Το φαΐ σταθερή αξίας. Κυριακάτικο μεσημεριανό μαμάς. Τα πιάτα πολλά - και; Δε βαριέσαι. Κι εκεί θα μιλήσουμε, θα γελάσουμε, θα τσαντιστούμε με τις παρατηρήσεις ότι κάποιοι τρώνε παραπάνω απ' όσο πρέπει. Και πάει λέγοντας....

Αλλά μετά το μεσημέρι είναι σα να μην περνά ο χρόνος. Ή για να το πω αλλιώς, ο χρόνος κυλά μεν, πολύ αργά δε. Οι άνθρωποι κλεισμένοι στα σπίτια τους - το ίδιο συμβαίνει και τώρα, μάλλον σε μεγαλύτερο βαθμό. Τα καφενεία μισοάδεια. Τα μαγαζιά κλειστά και χωρίς φως - τώρα είναι επίσης άδεια και μόνιμα κλειστά όλο και περισσότερα. Τα αυτοκίνητα αραγμένα. Οι εκδρομείς τώρα περνάνε από τον περιφερειακό και δεν αναστατώνουν την ηρεμία του χωριού. Το ποδόσφαιρο της Κυριακής το παρακολουθούν κυρίως απ' τα σπίτια. Για σινεμά και θέατρο ουδείς λόγος γιατί απλώς στο χωριό δεν έχει τέτοιες δυνατότητες. Κι έτσι οι ώρες φεύγαν και φεύγουν αργά. Τότε που ήμασταν μαθητές ακούγαμε κι ένα "πρέπει να κάνεις επανάλειψη την Κυριακή" και νευριάζαμε τρελά. Τώρα στην ενηλικίωσή μας βουλιάζουμε το απόβραδο της Κυριακής πλήρεις (;) μπροστά στο τζάκι και την τηλεόραση περιμένοντας την επόμενη ταινία...

Κοίτα να δεις. Άλλα ήθελα να πω κι αλλού πήγα. Ήθελα στην αρχή να γράψω για τη δικιά μου σημερινή Κυριακή. Που ήταν μια ωραία Κυριακή. Γεμάτη. Γρήγορη. Κουραστική. Ξένοιαστη κατά κάποιο τρόπο. Μετά από μια βδομάδα γεμάτη ανασφάλειες και συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα. Με την έννοια της απουσίας να σε μελαγχολεί, την καταταλαιπωρημένη αγάπη σου να μεταμορφώνεται σε συμπόνια κι αγωνία αφήνοντάς σου μια συννεφιά στο βλέμμα για λίγο. Με την πραγματικότητα της ελπίδας που μας γεννά το ότι είμαστε γονείς και την αθωότητα των παιδιών μας να μας γεμίζει ενέργεια. Με το αναπάντεχο ωραίο θέαμα που σέβεται τον θεατή και τον κάνει συμμέτοχο. Με τις ωραίες αγνές συναντήσεις, τις γενναιόδωρες κι αληθινές μέσα στην κρίση την οικονομική και την κρίση εντός μας. Με δυο ποτήρια ρακή στην αρχή και το τέλος της συνάντησης. Με τις αυθεντικές γεύσεις τση Κρήτης, εκείνες που υπάρχουν από πάντα και θα υπάρχουν πάντα. Με τα πιτσιρίκια να κάνουν χαμό παντού. Με εκείνο το πορτοκαλοκόκκινο κρασί του Ψηλορείτη. Και στο βάθος "πότε θα κάνει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει, να ανεβώ στον Ομαλό".... και τότε για μια στιγμή πήγα στα Χανιά των παιδικών μου χρόνων, κάθησα στα γόνατα του παππού μου του Ζαχαρία και τον άκουγα να μου το σιγοτραγουδά. "...εεε στη στράτα το μπουζούρο....". Και τότε ένιωσα πως άκουγα την πιο δυνατή ροκιά κι ανατρίχιασα ολόκληρη. Έβαλα κι άλλη μια ρακή, κοίταξα την κόρη μου και πήγα μέχρι το παράθυρο και κοίταξα ψηλά. Κι είπα "Ζαχαρία στην υγειά σου". Γύρισα στο τραπέζι κι η Κυριακή συνέχισε. Μέχρι τώρα....

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Δώσ' μου φωνή - ξανά....

Χάσαμε την φωνή μας. Την εσωτερική. Δε βγαίνει, δεν έχει να πει, να γράψει. Μαζί με το χαμόγελό μας.Μαζί με τον ήρεμο - κατά το δυνατόν πάντα - ύπνο μας (γιατί τα θεματάκια με τον ύπνο τα είχαμε πάντα μερικοί από εμάς...). Χάσαμε την βόλτα μας την ανέμελη στην πόλη - περπατάμε και κοιτάμε πίσω μας μην και μας ακολουθεί κανένας περίεργος. Χάσαμε την ησυχία και τη ζεστασιά του σπιτιού - φοβόμαστε μην μπει κανείς χαράματα και μετράμε το πετρέλαιο που έχει απομείνει. Χάσαμε και τις μουσικές μας - ακούμε με τρέλα ειδησεογραφικούς σταθμούς στο ραδιόφωνο όσοι από εμάς αποφεύγουμε τα τηλεοπτικά παράθυρα και την καταστροφική μανία των τηλεοπτικών εκπομπών. Κι αντί για βιβλία, το ρίξαμε στα μπλογκ και τις ειδήσεις του διαδικτύου. Χάσαμε την πίστη μας και την ελπίδα μας κι απλώς προσπαθούμε να μη χάσουμε τη δουλειά μας. Αλλά έτσι παύουμε να είμαστε δημιουργικοί και λειτουργούμε εκτελεστικά.

Μπορώ να συνεχίσω να λέω, να απαριθμώ μάλλον τους λόγους της βουβαμάρας, της αμηχανίας, της μαυρίλας, της δικιάς μου σιωπής. Εξαφανίστηκα κι από δω. Εξαφανίστηκα κι από μένα. Έγραψα οργισμένα tweets. Σταμάτησα να φτιάχνω στιχάκια. Έχασα τη φωνή μου δηλαδή. Κι επειδή το καμπανάκι χτύπησε επανήλθα. Και θα συνεχίσω να είμαι παρούσα. Και θα ξεκινήσω από την αρχή. Όπως πρέπει να ανασυνταχτούμε όλοι μας δηλαδή. Ως μονάδες, ως παρέες, ως χώρα.

Καλή βδομάδα....