Είναι 5 παρά είκοσι το απόγευμα. Έχω απλωθεί στον καναπέ. Χαζεύω σαπουνόφουσκες στην τηλεόραση. Εκείνη λείπει - δεν ξέρω πώς κι έτσι, αλλά λείπει - κι εσύ κοιμάσαι. Κανείς δε θα μου βάλει τις φωνές που δε διαβάζω. Τι να διαβάσω δηλαδή...Εγώ διαβάζω τα βράδια μου, αυτά που θέλω κι αυτά που μου μιλάνε. Όλα τα άλλα τα αποστηθίζω και δει πολύ εύκολα. Με τη μία! Κι είμαι τυχερή!
Είναι άνοιξη και δε βλέπω την ώρα να βγω βόλτα με το παπάκι δήθεν για να πάω φροντιστήριο. Η αλήθεια είναι ότι θέλω απλώς να τριγυρίσω στις εξοχές με το παπί και το γουώκ-μαν στ' αυτιά. Ναι, από τότε - από πάντα μάλλον - η μουσική μαζί μου. Κι εντός μου.
5 παρατέταρτο κι εγώ αραχτή με τα μαύρα μου σταράκια πάνω στον καναπέ. Ναι, εκείνη λείπει σίγουρα. Κι εκείνος ξυπνάει σε ένα τέταρτο. Έχω χρόνο ακόμα. Η Τ είναι κάπου μέσα, δε με απασχολεί. Και τα μικρά; Πού να 'ναι; Μάλλον μ' εκείνη, ναι σίγουρα μ' εκείνη. Οι σαπουνόφουσκες συνεχίζουν κι είναι μπροστά στα μάτια μου, αλλά δεν είναι κιόλας. Βάζω το χέρι στην τσέπη. Έχω- δεν έχω 200 δραχμές, φτάνουν-δε φτάνουν για βενζίνη κι ένα φραπέ - ναι , τον ξέρουμε τον φραπέ και τον πίνουμε κρυφά γιατί "δεν κάνει στην ηλικία μας να πίνουμε καφέ". Ε και; Κι αν δεν κάνει; Εμείς εκεί. Και κανά τσιγάρο στη ζούλα μαζί με όλους κι ας μην κάνει. Πάντα το απαγορευμένο είναι πιο γλυκό κι η ώρα που καταπατάς το πρέπει είναι ώρα μεγάλης απόλαυσης, σχεδόν ηδονής. Και τότε και τώρα και για πάντα.
Κι εκεί που η "κορυφογραμμή τσακώνεται με το αγκάθι" μπροστά στα μάτια μου (άκου τώρα...!) τον βλέπω να μπαίνει στο καθιστικό! Μα, είναι παρά δέκα ακόμα, πώς και σηκώθηκε; Γαμώ το! Με κοιτάζει και κοντοστέκεται. Έχει δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Εγώ κατεβάζω τα πόδια μου και μαζεύομαι. "Διάβασα" του λέω κι ας μη με ρώτησε. "Δεν είχαμε πολλά....". Με κοιτάει και χαμογελάει. "Η μάνα σου λείπει;" μου λέει. Κουνάω το κεφάλι καταφατικά. "Άπλωσε τα πόδια σου τότε, τώρα που δε σε βλέπει κανείς" μου λέει συνωμοτικά και χαμογελάει και μπαίνει στην κουζίνα για να φτιάξει καφέ.
Μ' αυτό το χαμόγελο ξύπνησα σήμερα κι αυτή τη γλυκιά συνενοχή μέσα στην απλότητα μιας καθημερινότητας και σε μια αθωότητα που θέλω να πιστεύω ότι δεν έχει χαθεί για πάντα.
Καλό μήνα..................
Είναι άνοιξη και δε βλέπω την ώρα να βγω βόλτα με το παπάκι δήθεν για να πάω φροντιστήριο. Η αλήθεια είναι ότι θέλω απλώς να τριγυρίσω στις εξοχές με το παπί και το γουώκ-μαν στ' αυτιά. Ναι, από τότε - από πάντα μάλλον - η μουσική μαζί μου. Κι εντός μου.
5 παρατέταρτο κι εγώ αραχτή με τα μαύρα μου σταράκια πάνω στον καναπέ. Ναι, εκείνη λείπει σίγουρα. Κι εκείνος ξυπνάει σε ένα τέταρτο. Έχω χρόνο ακόμα. Η Τ είναι κάπου μέσα, δε με απασχολεί. Και τα μικρά; Πού να 'ναι; Μάλλον μ' εκείνη, ναι σίγουρα μ' εκείνη. Οι σαπουνόφουσκες συνεχίζουν κι είναι μπροστά στα μάτια μου, αλλά δεν είναι κιόλας. Βάζω το χέρι στην τσέπη. Έχω- δεν έχω 200 δραχμές, φτάνουν-δε φτάνουν για βενζίνη κι ένα φραπέ - ναι , τον ξέρουμε τον φραπέ και τον πίνουμε κρυφά γιατί "δεν κάνει στην ηλικία μας να πίνουμε καφέ". Ε και; Κι αν δεν κάνει; Εμείς εκεί. Και κανά τσιγάρο στη ζούλα μαζί με όλους κι ας μην κάνει. Πάντα το απαγορευμένο είναι πιο γλυκό κι η ώρα που καταπατάς το πρέπει είναι ώρα μεγάλης απόλαυσης, σχεδόν ηδονής. Και τότε και τώρα και για πάντα.
Κι εκεί που η "κορυφογραμμή τσακώνεται με το αγκάθι" μπροστά στα μάτια μου (άκου τώρα...!) τον βλέπω να μπαίνει στο καθιστικό! Μα, είναι παρά δέκα ακόμα, πώς και σηκώθηκε; Γαμώ το! Με κοιτάζει και κοντοστέκεται. Έχει δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Εγώ κατεβάζω τα πόδια μου και μαζεύομαι. "Διάβασα" του λέω κι ας μη με ρώτησε. "Δεν είχαμε πολλά....". Με κοιτάει και χαμογελάει. "Η μάνα σου λείπει;" μου λέει. Κουνάω το κεφάλι καταφατικά. "Άπλωσε τα πόδια σου τότε, τώρα που δε σε βλέπει κανείς" μου λέει συνωμοτικά και χαμογελάει και μπαίνει στην κουζίνα για να φτιάξει καφέ.
Μ' αυτό το χαμόγελο ξύπνησα σήμερα κι αυτή τη γλυκιά συνενοχή μέσα στην απλότητα μιας καθημερινότητας και σε μια αθωότητα που θέλω να πιστεύω ότι δεν έχει χαθεί για πάντα.
Καλό μήνα..................