"Τι ώρα έχει πάρει ρε γαμώτο...θα προλάβω να τη δω;...Όχι ρε συ! Είναι ήδη περασμένες έντεκα!"....
Πάτησε το γκάζι πιο πολύ. Πίτα. Το τερμάτισε. Άδειος ο δρόμος. Αυτή την ώρα η εθνική είναι άδεια. Κι ας έχεις να πας από Πειραιά ως την Εκάλη. Τι να το κάνεις όμως; Άργησε. Όχι λίγο. Άργησε πολύ. Έπρεπε να 'χε φύγει δυόμιση ώρες πριν. Δεν τα κατάφερε. Για άλλη μια φορά δεν τα κατάφερε. Ποτέ δεν τα καταφέρνει τώρα τελευταία. Πάντα τ' άλλα και οι άλλοι έχουν προτεραιότητα. "Μαλακίες!" σκέφτηκε κι έκοψε λίγο ταχύτητα. Είχε πιάσει κι ένα ψιλόβροχο, δεν έλεγε να τρέχει με 180. Δεν τολμούσε να σηκώσει το κινητό να πάρει σπίτι. Δεν ήθελε να ακούσει ότι πάλι δεν πρόλαβε να την ξαναδεί.
Πώς να τον πιστέψει ότι την αγαπάει και την τιμάει όσο κανέναν άλλο στον κόσμο. Πως λαχταράει να ακούει την φωνή της καθημερινά. Πως του λείπουν οι στιγμές που κάποτε ήταν για τους δυο τους καθημερινότητα. Για τους δυο τους και για τους άλλους δύο. Πως όταν τη σκέφτεται μόνη κόβεται στα δύο. Πως θέλει να την παίρνει κάθε πρωί για να ακούει τη φωνή της να του λέει καλημέρα και να τον ηρεμεί. Πως στα ζόρια είναι εκείνη που θέλει να ακούει να τον καθησυχάζει και να του λέει πως όλα θα πάνε καλά. Πως τον καφέ του τον φτιάχνει εκείνη καλύτερα κι απ' τον ίδιον. Πώς θα 'θελε να τους επισκέπτεται πιο συχνά. Αλλά, ποιος θα τον πιστέψει; Πάλι σήμερα πήγε σπίτι τους κι εκείνος έλειπε.
Κι είναι η τρίτη φορά στη σειρά. "Γαμώτο, γαμώτο!"
Γιατί κι εκείνη να μη θέλει ποτέ να μείνει. Πάντα φεύγει το βράδυ. Πάντα με το ίδιο ταξί. Μου 'χε πει κάποτε ότι όταν γυρνάει με τον ίδιο οδηγό νοιώθει λίγο σα να τη γυρνάει σπίτι κάποιος από την οικογένειά της. Θέλει να είναι σπίτι της το βράδυ. Μόνον εκεί ησυχάζει. Είναι κι οι νύχτες της δύσκολες πια. Η ανάσα της έχει βαρύνει. Το κορμί της το ίδιο - όχι όμως κι η ψυχή της. Κάθεται και κονταροχτυπιέται κάθε βράδυ με τους πόνους της απώλειας και τους ρόγχους της απουσίας. Το χειρίζεται καλά. Ή τουλάχιστον έτσι μας δείχνει. Τη νιώθω εύθραυστη, αλλιώτικη. Είναι εκείνη η ίδια όμως. Το ίδιο μελένιο βλέμμα. Που πάντα τον ανακούφιζε και πάντα αποζητούσε. Κι όταν δεν ήταν εκεί πάντα την αποζητούσε. Κι ας καταλάβαινε ότι έπρεπε να λείπει. Μέσα του του έλειπε ακόμα πιο πολύ.
Λίγο ακόμα κι έφτασε. 12 παρά είκοσι. Πλησιάζει. Δε βλέπει το ταξί έξω από το σπίτι. Παρκάρει. Άτσαλα, αλλά δεν τρέχει και τίποτα. Ψάχνει το κινητό του. Πέντε αναπάντητες και μήνυμα. Φωνητικό μήνυμα. "Καληνύχτα αγόρι μου. Δεν σε πρόλαβα. Δε μπορούσα να μείνω άλλο. Ο μικρός μας μοιάζει στην Μαρίνα κι είναι κούκλος. Κι εγώ σ' αγαπώ πάντα πολύ. Αλλά πρέπει να φύγω. Να προσέχεις τον εαυτό σου αγόρι μου. Σε χαιρετώ. Τα λέμε πάλι σε ένα μήνα".
Ξεκλειδώνει την πόρτα κι η Μαρίνα στο βάθος χαζεύει μια ταινία μισοκοιμισμένη. "Γύρισες;" τον ρωτάει. "Περάσαμε όμορφα κι η μητέρα σου το ευχαριστήθηκε. Αλλά πάλι δε σε είδε και είμαι σίγουρη ότι της έλειψες πολύ. Και..... ...... .... "
Η Μαρίνα συνέχισε να μιλάει. Δεν την άκουγα όμως. Της έδωσα ένα φιλί στον ώμο και βυθίστηκα πλάι της στον καναπέ. "Εδώ καθόταν η Ξένια;" ρώτησα. Μου 'γνεψε καταφατικά. Ήμουν σίγουρος γιατί αισθάνθηκα τη μυρωδιά της. Έκλεισα τα μάτια κι έγινα πέντε χρονών. Με πήρε ο ύπνος αγκαλιά της.
Πάτησε το γκάζι πιο πολύ. Πίτα. Το τερμάτισε. Άδειος ο δρόμος. Αυτή την ώρα η εθνική είναι άδεια. Κι ας έχεις να πας από Πειραιά ως την Εκάλη. Τι να το κάνεις όμως; Άργησε. Όχι λίγο. Άργησε πολύ. Έπρεπε να 'χε φύγει δυόμιση ώρες πριν. Δεν τα κατάφερε. Για άλλη μια φορά δεν τα κατάφερε. Ποτέ δεν τα καταφέρνει τώρα τελευταία. Πάντα τ' άλλα και οι άλλοι έχουν προτεραιότητα. "Μαλακίες!" σκέφτηκε κι έκοψε λίγο ταχύτητα. Είχε πιάσει κι ένα ψιλόβροχο, δεν έλεγε να τρέχει με 180. Δεν τολμούσε να σηκώσει το κινητό να πάρει σπίτι. Δεν ήθελε να ακούσει ότι πάλι δεν πρόλαβε να την ξαναδεί.
Πώς να τον πιστέψει ότι την αγαπάει και την τιμάει όσο κανέναν άλλο στον κόσμο. Πως λαχταράει να ακούει την φωνή της καθημερινά. Πως του λείπουν οι στιγμές που κάποτε ήταν για τους δυο τους καθημερινότητα. Για τους δυο τους και για τους άλλους δύο. Πως όταν τη σκέφτεται μόνη κόβεται στα δύο. Πως θέλει να την παίρνει κάθε πρωί για να ακούει τη φωνή της να του λέει καλημέρα και να τον ηρεμεί. Πως στα ζόρια είναι εκείνη που θέλει να ακούει να τον καθησυχάζει και να του λέει πως όλα θα πάνε καλά. Πως τον καφέ του τον φτιάχνει εκείνη καλύτερα κι απ' τον ίδιον. Πώς θα 'θελε να τους επισκέπτεται πιο συχνά. Αλλά, ποιος θα τον πιστέψει; Πάλι σήμερα πήγε σπίτι τους κι εκείνος έλειπε.
Κι είναι η τρίτη φορά στη σειρά. "Γαμώτο, γαμώτο!"
Γιατί κι εκείνη να μη θέλει ποτέ να μείνει. Πάντα φεύγει το βράδυ. Πάντα με το ίδιο ταξί. Μου 'χε πει κάποτε ότι όταν γυρνάει με τον ίδιο οδηγό νοιώθει λίγο σα να τη γυρνάει σπίτι κάποιος από την οικογένειά της. Θέλει να είναι σπίτι της το βράδυ. Μόνον εκεί ησυχάζει. Είναι κι οι νύχτες της δύσκολες πια. Η ανάσα της έχει βαρύνει. Το κορμί της το ίδιο - όχι όμως κι η ψυχή της. Κάθεται και κονταροχτυπιέται κάθε βράδυ με τους πόνους της απώλειας και τους ρόγχους της απουσίας. Το χειρίζεται καλά. Ή τουλάχιστον έτσι μας δείχνει. Τη νιώθω εύθραυστη, αλλιώτικη. Είναι εκείνη η ίδια όμως. Το ίδιο μελένιο βλέμμα. Που πάντα τον ανακούφιζε και πάντα αποζητούσε. Κι όταν δεν ήταν εκεί πάντα την αποζητούσε. Κι ας καταλάβαινε ότι έπρεπε να λείπει. Μέσα του του έλειπε ακόμα πιο πολύ.
Λίγο ακόμα κι έφτασε. 12 παρά είκοσι. Πλησιάζει. Δε βλέπει το ταξί έξω από το σπίτι. Παρκάρει. Άτσαλα, αλλά δεν τρέχει και τίποτα. Ψάχνει το κινητό του. Πέντε αναπάντητες και μήνυμα. Φωνητικό μήνυμα. "Καληνύχτα αγόρι μου. Δεν σε πρόλαβα. Δε μπορούσα να μείνω άλλο. Ο μικρός μας μοιάζει στην Μαρίνα κι είναι κούκλος. Κι εγώ σ' αγαπώ πάντα πολύ. Αλλά πρέπει να φύγω. Να προσέχεις τον εαυτό σου αγόρι μου. Σε χαιρετώ. Τα λέμε πάλι σε ένα μήνα".
Ξεκλειδώνει την πόρτα κι η Μαρίνα στο βάθος χαζεύει μια ταινία μισοκοιμισμένη. "Γύρισες;" τον ρωτάει. "Περάσαμε όμορφα κι η μητέρα σου το ευχαριστήθηκε. Αλλά πάλι δε σε είδε και είμαι σίγουρη ότι της έλειψες πολύ. Και..... ...... .... "
Η Μαρίνα συνέχισε να μιλάει. Δεν την άκουγα όμως. Της έδωσα ένα φιλί στον ώμο και βυθίστηκα πλάι της στον καναπέ. "Εδώ καθόταν η Ξένια;" ρώτησα. Μου 'γνεψε καταφατικά. Ήμουν σίγουρος γιατί αισθάνθηκα τη μυρωδιά της. Έκλεισα τα μάτια κι έγινα πέντε χρονών. Με πήρε ο ύπνος αγκαλιά της.
..Κάθε βράδυ όποτε πέφτω για ύπνο, προσπαθώ να κλείνω τα μάτια και να αισθάνομαι έτσι.. Το μυαλό να αδειάζει από σκέψεις..και να γίνομαι ξανά παιδί..
ΑπάντησηΔιαγραφή