Όταν είσαι μόνος σου, χωρίς τα αγχωτικά τηλεφωνήματα της καθημερινότητας και τα πρέπει, όταν ακούς όμορφες μουσικές και συζητήσεις στο ραδιόφωνο από πολυαγαπημένα πρόσωπα, από μύθους που έχτισες στην εφηβεία και που στην ενηλικίωσή σου συνέχισες να αγαπάς και να θαυμάζεις πολλαπλάσια, ηρεμείς. Ηρεμεί η ψυχή σου, ταξιδεύει το μυαλό σου. Και μέρα που είναι - παραμονή Πρωτοχρονιάς - δε μπορώ παρά να θυμάμαι. Άλλες πρωτοχρονιές, άλλες γιορτές, πρόσωπα αγαπημένα, πρόσωπα που δεν είναι μαζί μας πια. Αυτό περνάω τώρα. Και γυρνάω πίσω...
Πίσω στο πατρικό σπίτι που αυτή τη μέρα ετοιμάζαμε πάντα μια μεγάλη γιορτή. Μια πολύ μεγάλη γιορτή. Γεμάτη μαγειρέματα, ετοιμασίες, μουσικές, κοντρες για τα τραγούδια που θα παιξουμε το βράδυ, το κουδούνι να χτυπάει ασταμάτητα με άλλα συνομηλικα πιτσιρίκια να λένε τα κάλαντα - εμεις τα είχαμε πει Χριστούγεννα, στην κουζίνα η μάνα μας να ετοιμάζει με τις θειες μου τα τα φαγητού και να τσακώνονται πειράζοντας η μια την άλλη, ο πατέρας μου να μπαινοβγαίνει κουνώντας το κεφάλι για τις υπερβολές στο μαγείρεμα, εμείς να κλέβουμε από το κοκτέιλ το βραδυνό που ήταν έτοιμο και πάγωνε στο μπαλκόνι, να βαριόμαστε να μπούμε για μπάνιο κι η μαμά να μας κηνυγάει, το μεσημέρι να πρέπει να κοιμηθούμε με το στανιό αλλά να μην το καταφέρνουμε ποτέ, τα τηλέφωνα στη Δάφνη και το Στέφανο που ήταν μακριά, αλλά και στον παππού και τη γιαγιά και ο κόσμος να έρχεται. Πολύς κόσμος. Χαμογελαστός κόσμος, καθαρός και καλοχτενισμένος. Με το εδεσμα που είχαν προσυμφωνήσει οι κυρίες στα χέρια- γιατί έτσι ήταν τότε, όλα ήταν συνεργατικά, αυθεντικά, ζεστά, σπιτικά. Εμείς περιμέναμε τα παιδιά των φιλων για το δικό μας παρεάκι. Αράζαμε στο δωμάτιο και όλα μια χαρά. Κι όταν αρχίζανε οι χοροί πηγαίναμε κι εμείς στο σαλόνι. Για να ρίξουμε καμια στροφή, να χαζεψουμε τους μεγάλες, να κλέψουμε κανα φαϊ από το μπουφέ ακόμα...Στην πολυθρόνα η γιαγιά μου, όσο ήταν ακόμα στα καλά της, χτύπαγε παλαμάκια και καμάρωνε που ήταν το σπιτι γεματο -λίγο μετά θα πήγαινε στην κουζίνα για να αρχίσει να σιγυρίζει, αθόρυβα όπως πάντα. Μετά ερχότανε η ώρα που σβήνανε τα φώτα και αρχίζαμε να μετράμε αντίστροφα για να μπει ο νέος χρονος. Καμια 70αρια μεγάλοι και πιτσιρίκια όλοι μαζί να μην ξέρουμε ποιον να πρωτοφιλήσουμε. Μετά η βασιλόπιτα, το δώρο στον τυχερό -τα φρόντιζε όλα η μαμά μου - και μετά οι τσόχες στα τραπέζια για την πόκα, το 31, το κουμ καν. Και πάει λεγοντας...Όταν χάραζε σταματούσε το παιχνίδι η παρέα του πατέρα κι εμείς εκείνη την ώρα πηγαίναμε για ύπνο πανευτυχείς που αντέξαμε...
Σταματώ όμως την φλυαρία μέρα που είναι. Και παρ' όλη την ηρεμία μου δε μπορώ παρα να δακρύζω όταν σκέφτομαι τον πατέρα μου, τον Στέφανο που του θυμωσα με τον τρόπο που μας έφυγε, τη Δάφνη που δεν πρόλαβα επίσης να χαιρετήσω. Τα δάκρυα στεγνώνουν όμως όταν βλέπω την μάνα μου ακόμα να μας περιποιείται όπως μπορεί αν και είναι χίλιες φορές πιο ευάλωτη. Όταν βλέπω την κόρη μου. Όταν ο Θ θέλει κάθε πρωί να με ακούει και μακριά όταν είναι για να ξεκινήσει καλά η μέρα του. Όταν βλέπω πόσο αγαπημενες είμαστε με τις αδερφές μου και κάνουμε τον ωραιότερο χαβαλέ μαζί. Όταν νιώθω την αγάπη των φίλων μου μέσα στα χρόνια. Όταν μπορώ να πω ότι έκανα και νεους φίλους καλούς το 2011 κι ετσι θα έχω κάτι καλό να θυμάμαι από το σκληρό 2011.
Να το ξαναπώ: καλή μας χρονιά. Με πίστη και δύναμη....
(texted....Saturday 31st Dec, 11:40 am)
Πίσω στο πατρικό σπίτι που αυτή τη μέρα ετοιμάζαμε πάντα μια μεγάλη γιορτή. Μια πολύ μεγάλη γιορτή. Γεμάτη μαγειρέματα, ετοιμασίες, μουσικές, κοντρες για τα τραγούδια που θα παιξουμε το βράδυ, το κουδούνι να χτυπάει ασταμάτητα με άλλα συνομηλικα πιτσιρίκια να λένε τα κάλαντα - εμεις τα είχαμε πει Χριστούγεννα, στην κουζίνα η μάνα μας να ετοιμάζει με τις θειες μου τα τα φαγητού και να τσακώνονται πειράζοντας η μια την άλλη, ο πατέρας μου να μπαινοβγαίνει κουνώντας το κεφάλι για τις υπερβολές στο μαγείρεμα, εμείς να κλέβουμε από το κοκτέιλ το βραδυνό που ήταν έτοιμο και πάγωνε στο μπαλκόνι, να βαριόμαστε να μπούμε για μπάνιο κι η μαμά να μας κηνυγάει, το μεσημέρι να πρέπει να κοιμηθούμε με το στανιό αλλά να μην το καταφέρνουμε ποτέ, τα τηλέφωνα στη Δάφνη και το Στέφανο που ήταν μακριά, αλλά και στον παππού και τη γιαγιά και ο κόσμος να έρχεται. Πολύς κόσμος. Χαμογελαστός κόσμος, καθαρός και καλοχτενισμένος. Με το εδεσμα που είχαν προσυμφωνήσει οι κυρίες στα χέρια- γιατί έτσι ήταν τότε, όλα ήταν συνεργατικά, αυθεντικά, ζεστά, σπιτικά. Εμείς περιμέναμε τα παιδιά των φιλων για το δικό μας παρεάκι. Αράζαμε στο δωμάτιο και όλα μια χαρά. Κι όταν αρχίζανε οι χοροί πηγαίναμε κι εμείς στο σαλόνι. Για να ρίξουμε καμια στροφή, να χαζεψουμε τους μεγάλες, να κλέψουμε κανα φαϊ από το μπουφέ ακόμα...Στην πολυθρόνα η γιαγιά μου, όσο ήταν ακόμα στα καλά της, χτύπαγε παλαμάκια και καμάρωνε που ήταν το σπιτι γεματο -λίγο μετά θα πήγαινε στην κουζίνα για να αρχίσει να σιγυρίζει, αθόρυβα όπως πάντα. Μετά ερχότανε η ώρα που σβήνανε τα φώτα και αρχίζαμε να μετράμε αντίστροφα για να μπει ο νέος χρονος. Καμια 70αρια μεγάλοι και πιτσιρίκια όλοι μαζί να μην ξέρουμε ποιον να πρωτοφιλήσουμε. Μετά η βασιλόπιτα, το δώρο στον τυχερό -τα φρόντιζε όλα η μαμά μου - και μετά οι τσόχες στα τραπέζια για την πόκα, το 31, το κουμ καν. Και πάει λεγοντας...Όταν χάραζε σταματούσε το παιχνίδι η παρέα του πατέρα κι εμείς εκείνη την ώρα πηγαίναμε για ύπνο πανευτυχείς που αντέξαμε...
Σταματώ όμως την φλυαρία μέρα που είναι. Και παρ' όλη την ηρεμία μου δε μπορώ παρα να δακρύζω όταν σκέφτομαι τον πατέρα μου, τον Στέφανο που του θυμωσα με τον τρόπο που μας έφυγε, τη Δάφνη που δεν πρόλαβα επίσης να χαιρετήσω. Τα δάκρυα στεγνώνουν όμως όταν βλέπω την μάνα μου ακόμα να μας περιποιείται όπως μπορεί αν και είναι χίλιες φορές πιο ευάλωτη. Όταν βλέπω την κόρη μου. Όταν ο Θ θέλει κάθε πρωί να με ακούει και μακριά όταν είναι για να ξεκινήσει καλά η μέρα του. Όταν βλέπω πόσο αγαπημενες είμαστε με τις αδερφές μου και κάνουμε τον ωραιότερο χαβαλέ μαζί. Όταν νιώθω την αγάπη των φίλων μου μέσα στα χρόνια. Όταν μπορώ να πω ότι έκανα και νεους φίλους καλούς το 2011 κι ετσι θα έχω κάτι καλό να θυμάμαι από το σκληρό 2011.
Να το ξαναπώ: καλή μας χρονιά. Με πίστη και δύναμη....
(texted....Saturday 31st Dec, 11:40 am)