Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Με πίστη και δύναμη....

Όταν είσαι μόνος σου, χωρίς τα αγχωτικά τηλεφωνήματα της καθημερινότητας και τα πρέπει, όταν ακούς όμορφες μουσικές και συζητήσεις στο ραδιόφωνο από πολυαγαπημένα πρόσωπα, από μύθους που έχτισες στην εφηβεία και που στην ενηλικίωσή σου συνέχισες να αγαπάς και να θαυμάζεις πολλαπλάσια, ηρεμείς. Ηρεμεί η ψυχή σου, ταξιδεύει το μυαλό σου. Και μέρα που είναι - παραμονή Πρωτοχρονιάς - δε μπορώ παρά να θυμάμαι. Άλλες πρωτοχρονιές, άλλες γιορτές, πρόσωπα αγαπημένα, πρόσωπα που δεν είναι μαζί μας πια. Αυτό περνάω τώρα. Και γυρνάω πίσω...
Πίσω στο πατρικό σπίτι που αυτή τη μέρα ετοιμάζαμε πάντα μια μεγάλη γιορτή. Μια πολύ μεγάλη γιορτή. Γεμάτη μαγειρέματα, ετοιμασίες, μουσικές, κοντρες για τα τραγούδια που θα παιξουμε το βράδυ, το κουδούνι να χτυπάει ασταμάτητα με άλλα συνομηλικα πιτσιρίκια να λένε τα κάλαντα - εμεις τα είχαμε πει Χριστούγεννα, στην κουζίνα η μάνα μας να ετοιμάζει με τις θειες μου τα τα φαγητού και να τσακώνονται πειράζοντας η μια την άλλη, ο πατέρας μου να μπαινοβγαίνει κουνώντας το κεφάλι για τις υπερβολές στο μαγείρεμα, εμείς να κλέβουμε από το κοκτέιλ το βραδυνό που ήταν έτοιμο και πάγωνε στο μπαλκόνι, να βαριόμαστε να μπούμε για μπάνιο κι η μαμά να μας κηνυγάει, το μεσημέρι να πρέπει να κοιμηθούμε με το στανιό αλλά να μην το καταφέρνουμε ποτέ, τα τηλέφωνα στη Δάφνη και το Στέφανο που ήταν μακριά, αλλά και στον παππού και τη γιαγιά και ο κόσμος να έρχεται. Πολύς κόσμος. Χαμογελαστός κόσμος, καθαρός και καλοχτενισμένος. Με το εδεσμα που είχαν προσυμφωνήσει οι κυρίες στα χέρια- γιατί έτσι ήταν τότε, όλα ήταν συνεργατικά, αυθεντικά, ζεστά, σπιτικά. Εμείς περιμέναμε τα παιδιά των φιλων για το δικό μας παρεάκι. Αράζαμε στο δωμάτιο και όλα μια χαρά. Κι όταν αρχίζανε οι χοροί πηγαίναμε κι εμείς στο σαλόνι. Για να ρίξουμε καμια στροφή, να χαζεψουμε τους μεγάλες, να κλέψουμε κανα φαϊ από το μπουφέ ακόμα...Στην πολυθρόνα η γιαγιά μου, όσο ήταν ακόμα στα καλά της, χτύπαγε παλαμάκια και καμάρωνε που ήταν το σπιτι γεματο -λίγο μετά θα πήγαινε στην κουζίνα για να αρχίσει να σιγυρίζει, αθόρυβα όπως πάντα. Μετά ερχότανε η ώρα που σβήνανε τα φώτα και αρχίζαμε να μετράμε αντίστροφα για να μπει ο νέος χρονος. Καμια 70αρια μεγάλοι και πιτσιρίκια όλοι μαζί να μην ξέρουμε ποιον να πρωτοφιλήσουμε. Μετά η βασιλόπιτα, το δώρο στον τυχερό -τα φρόντιζε όλα η μαμά μου - και μετά οι τσόχες στα τραπέζια για την πόκα, το 31, το κουμ καν. Και πάει λεγοντας...Όταν χάραζε σταματούσε το παιχνίδι η παρέα του πατέρα κι εμείς εκείνη την ώρα πηγαίναμε για ύπνο πανευτυχείς που αντέξαμε...
Σταματώ όμως την φλυαρία μέρα που είναι. Και παρ' όλη την ηρεμία μου δε μπορώ παρα να δακρύζω όταν σκέφτομαι τον πατέρα μου, τον Στέφανο που του θυμωσα με τον τρόπο που μας έφυγε, τη Δάφνη που δεν πρόλαβα επίσης να χαιρετήσω. Τα δάκρυα στεγνώνουν όμως όταν βλέπω την μάνα μου ακόμα να μας περιποιείται όπως μπορεί αν και είναι χίλιες φορές πιο ευάλωτη. Όταν βλέπω την κόρη μου. Όταν ο Θ θέλει κάθε πρωί να με ακούει και μακριά όταν είναι για να ξεκινήσει καλά η μέρα του. Όταν βλέπω πόσο αγαπημενες είμαστε με τις αδερφές μου και κάνουμε τον ωραιότερο χαβαλέ μαζί. Όταν νιώθω την αγάπη των φίλων μου μέσα στα χρόνια. Όταν μπορώ να πω ότι έκανα και νεους φίλους καλούς το 2011 κι ετσι θα έχω κάτι καλό να θυμάμαι από το σκληρό 2011.
Να το ξαναπώ: καλή μας χρονιά. Με πίστη και δύναμη....


(texted....Saturday 31st Dec, 11:40 am)

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Καλή μας χρονιά

Πέρασε ο Νοέμβρης, πέρασε κι ο Δεκέμβρης - πάει...Πέρασαν και τα Χριστούγεννα - πάνε....
Κι εγώ, σταθερά ασυνεπής και με μια παράξενη βουβαμάρα ξένη προς εμένα όλο αυτό τον καιρό.
Αλλά η Πρωτοχρονιά δεν ήρθε ακόμα κι είπα να γράψω κάτι - τι; - για να αποχαιρετήσω τη χρονιά.
Μα τι χρονιά; Πώς γίναμε έτσι; Πώς μείναμε έτσι; Πώς ξεχαστήκαμε έτσι; Σαστισμένοι, ξεχαρβαλωμένοι, εξαϋλωμένοι, φοβισμένοι, άδειοι, γερασμένοι, χωρίς όνειρα...Μας πήραν τα όνειρα απ' τον ύπνο μας γαμώτο και ξεμείναμε με μαύρα τοπία και ξερούς λαιμούς να γυρεύουμε νερό μέσα στη νύχτα σε σπίτια παγωμένα. Μας πήραν τα όνειρα απ' τον ξύπνιο την ώρα που περνάμε από άδεια μαγαζιά και σειρές με άστεγους στο κέντρο της Αθήνας. Μας έκρυψαν τα όνειρα τεκμήρια κι εισφορές για την αλληλεγγύη της συγκάλυψης. Κι όλα αυτά τα νέα για την έκτακτη μαυρίλα - μαυρίλα γενικώς....
Ουφ και που τα γράφω έπεσα. Άδειασα ενεργειακά. Έχω ντυθεί να πάω σε πάρτυ, ενώ στ' αλήθεια θέλω να μπω κάτω από το πάπλωμα και να κουκουλωθώ χαζεύοντας ταινίες...
Φέτος και τα Χριστούγεννα ήταν άλλα για μένα. Με δουλειά. Στη δουλειά. Το μεσημέρι των Χριστουγέννων φάγαμε οι τρεις μας σπίτι. Η πρώτη φορά εδώ και χρόνια που δεν είμαι στο πατρικό μου σπίτι με την αγκαλιά και τα μαγειρέματα της μαμάς μου και το χαβαλέ με τις αδερφές μου. Είναι η πρώτη φορά όμως που ξέρω πως η κόρη μου θα έχει αναμνήσεις από το δικό μου μαγείρεμα την ημέρα των Χριστουγέννων. Από τα κάλαντα με την Ελευθερία στο dvd από την Ισλανδία που έπαιζε το πρωί στο σαλόνι. Από το αναμμένο τζάκι. Τις μυρωδιές από το κότσι που μας είχαν σπάσει τη μύτη. Από το scrable που έμαθε να παίζει κι ας μας νίκησε ο μπαμπάς - δεν έπρεπε να τον βοηθάμε λέει...Από τον γλυκό μεσημεριανό ύπνο λίγο πριν πάμε όλοι μαζί στη δουλειά της μαμάς το βράδυ. Από την πλατεία στο Γκάζι που δε θυμιζε Χριστούγεννα. Την Παραμονή ήταν καλύτερα εκεί. Κόσμος περισσότερος και το μεσημέρι σουτζουκάκια και μωσαϊκό στην Κανέλα. Λίγο πριν η εμπειρία της προβολής της ταινίας για το Δαρβίνο στο Θόλο. Και πάει λέγοντας.....
Να 'μαστε καλά, υγιείς, δυνατοί, μάχιμοι, ψύχραιμοι, δημιουργικοί για να μπορούμε να φτιάχνουμε στιγμές που να αφήνουν πίσω όμορφες αναμνήσεις.
Χρόνια καλά σε όλους, χρόνια γλυκά. Καλή μας χρονιά.

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Τίποτα δεν έχει αλλάξει...

...και τίποτα δεν είναι όπως παλιά....

Πόσες αλήθειες μέσα απ' τα τραγούδια - τα 'χουμε ξαναπεί αυτά....
- ...και θα τα λέμε όποτε το έχουμε ανάγκη...

Κανονικά δεν αγαπώ τις Κυριακές. Έχουν τη θλίψη τους. Ειδικά μετά το μεσημέρι, εκεί που πιάνει το απόγευμα και επικρατεί παντού ησυχία. Για να μη μιλήσω για τις Κυριακές στην επαρχία. Μνήμες και παρόν ίδιο κι απαράλλαχτο. Σιγή και ατονία παντού τις Κυριακές τ' απομεσήμερα, ιδίως τα χειμωνιάτικα απογεύματα τις Κυριακής, εκείνα του Νοέμβρη ή του Δεκέμβρη που νυχτώνει από νωρίς. Μέχρι το μεσημέρι όλο και κάτι γίνεται. Η πρωινή καμπάνα που στη σπάει. Οι γυναίκες, συνήθως μεγάλης ηλικίας, που φεύγουν από την εκκλησία και μουρμουρίζουν την ώρα που πίνεις τον πρωινό σου καφέ με τα νεύρα σου τσατάλια από τα μεγάφωνα της Παναγίας. Τα πούλμαν που έχουν αράξει εκεί κοντά στο σπίτι για να δουν τις αρχαιότητες - καμάρι του χωριού υποτίθεται και θύμα της αδιαφορίας όλων από την άλλη. Οι φιλενάδες της μαμάς που θα περάσουν να πουν τι θα μαγειρέψουν. Η φωτογραφία του πατέρα εκεί να μας θυμίζει πως τέτοια ώρα Κυριακή έδενε τη γραβάτα για να βγει σένιος για τον καφέ στην αρχή και το ουζάκι με τους φίλους του μετά. Το ρολόι της εκκλησίας να τρώει άλλο ένα μισάωρο. Η Δ. να ανοίγει την μπαλκονόπορτα και να έρχεται με "ούμπα". Η αγουροξυπνημένη Ι. να σκάει μύτη με τσάι πια και λίγα λόγια το πρωί. Η μαμά να τσακίζει το ένα σταυρόλεξο μετά το άλλο. Την Τ. την χάνω για την ώρα. Η Μ. μου να βλέπει μετά μανίας παιδικά πίνοντας το γάλα της. Ο Θ. αν είναι εκεί στο ipad. Και πάει λέγοντας. Εγώ; Παρατηρητής. Απλός. Απλώς.
Και συνεχίζουμε. Κουβεντιάζοντας. Κουτσομπολεύοντας. Με κόντρες. Με γέλια. Με πρέπει - μα τώρα είμαι μαμά.

Δόντια πλυμμένα, μαλλιά χτενισμένα, κάλτσες, παπούτσια, περπάτημα ή ποδηλατάδα στο χωριό που μυρίζει παντού σε κάθε δρόμο και κάθε γειτονιά μυρωδιά ψητού κρέατος. Παράδοση βεβαίως. Γυρνοβολάμε λοιπόν, παίρνουμε και μια εφημερίδα, χαιρετάμε κόσμο στην πορεία, λέω ιστορίες για το χωριό στην Μ. και...φτάσαμε στο μεσημέρι με την πείνα να μας τρώει πρώτα εκείνη. Το φαΐ σταθερή αξίας. Κυριακάτικο μεσημεριανό μαμάς. Τα πιάτα πολλά - και; Δε βαριέσαι. Κι εκεί θα μιλήσουμε, θα γελάσουμε, θα τσαντιστούμε με τις παρατηρήσεις ότι κάποιοι τρώνε παραπάνω απ' όσο πρέπει. Και πάει λέγοντας....

Αλλά μετά το μεσημέρι είναι σα να μην περνά ο χρόνος. Ή για να το πω αλλιώς, ο χρόνος κυλά μεν, πολύ αργά δε. Οι άνθρωποι κλεισμένοι στα σπίτια τους - το ίδιο συμβαίνει και τώρα, μάλλον σε μεγαλύτερο βαθμό. Τα καφενεία μισοάδεια. Τα μαγαζιά κλειστά και χωρίς φως - τώρα είναι επίσης άδεια και μόνιμα κλειστά όλο και περισσότερα. Τα αυτοκίνητα αραγμένα. Οι εκδρομείς τώρα περνάνε από τον περιφερειακό και δεν αναστατώνουν την ηρεμία του χωριού. Το ποδόσφαιρο της Κυριακής το παρακολουθούν κυρίως απ' τα σπίτια. Για σινεμά και θέατρο ουδείς λόγος γιατί απλώς στο χωριό δεν έχει τέτοιες δυνατότητες. Κι έτσι οι ώρες φεύγαν και φεύγουν αργά. Τότε που ήμασταν μαθητές ακούγαμε κι ένα "πρέπει να κάνεις επανάλειψη την Κυριακή" και νευριάζαμε τρελά. Τώρα στην ενηλικίωσή μας βουλιάζουμε το απόβραδο της Κυριακής πλήρεις (;) μπροστά στο τζάκι και την τηλεόραση περιμένοντας την επόμενη ταινία...

Κοίτα να δεις. Άλλα ήθελα να πω κι αλλού πήγα. Ήθελα στην αρχή να γράψω για τη δικιά μου σημερινή Κυριακή. Που ήταν μια ωραία Κυριακή. Γεμάτη. Γρήγορη. Κουραστική. Ξένοιαστη κατά κάποιο τρόπο. Μετά από μια βδομάδα γεμάτη ανασφάλειες και συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα. Με την έννοια της απουσίας να σε μελαγχολεί, την καταταλαιπωρημένη αγάπη σου να μεταμορφώνεται σε συμπόνια κι αγωνία αφήνοντάς σου μια συννεφιά στο βλέμμα για λίγο. Με την πραγματικότητα της ελπίδας που μας γεννά το ότι είμαστε γονείς και την αθωότητα των παιδιών μας να μας γεμίζει ενέργεια. Με το αναπάντεχο ωραίο θέαμα που σέβεται τον θεατή και τον κάνει συμμέτοχο. Με τις ωραίες αγνές συναντήσεις, τις γενναιόδωρες κι αληθινές μέσα στην κρίση την οικονομική και την κρίση εντός μας. Με δυο ποτήρια ρακή στην αρχή και το τέλος της συνάντησης. Με τις αυθεντικές γεύσεις τση Κρήτης, εκείνες που υπάρχουν από πάντα και θα υπάρχουν πάντα. Με τα πιτσιρίκια να κάνουν χαμό παντού. Με εκείνο το πορτοκαλοκόκκινο κρασί του Ψηλορείτη. Και στο βάθος "πότε θα κάνει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει, να ανεβώ στον Ομαλό".... και τότε για μια στιγμή πήγα στα Χανιά των παιδικών μου χρόνων, κάθησα στα γόνατα του παππού μου του Ζαχαρία και τον άκουγα να μου το σιγοτραγουδά. "...εεε στη στράτα το μπουζούρο....". Και τότε ένιωσα πως άκουγα την πιο δυνατή ροκιά κι ανατρίχιασα ολόκληρη. Έβαλα κι άλλη μια ρακή, κοίταξα την κόρη μου και πήγα μέχρι το παράθυρο και κοίταξα ψηλά. Κι είπα "Ζαχαρία στην υγειά σου". Γύρισα στο τραπέζι κι η Κυριακή συνέχισε. Μέχρι τώρα....

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Δώσ' μου φωνή - ξανά....

Χάσαμε την φωνή μας. Την εσωτερική. Δε βγαίνει, δεν έχει να πει, να γράψει. Μαζί με το χαμόγελό μας.Μαζί με τον ήρεμο - κατά το δυνατόν πάντα - ύπνο μας (γιατί τα θεματάκια με τον ύπνο τα είχαμε πάντα μερικοί από εμάς...). Χάσαμε την βόλτα μας την ανέμελη στην πόλη - περπατάμε και κοιτάμε πίσω μας μην και μας ακολουθεί κανένας περίεργος. Χάσαμε την ησυχία και τη ζεστασιά του σπιτιού - φοβόμαστε μην μπει κανείς χαράματα και μετράμε το πετρέλαιο που έχει απομείνει. Χάσαμε και τις μουσικές μας - ακούμε με τρέλα ειδησεογραφικούς σταθμούς στο ραδιόφωνο όσοι από εμάς αποφεύγουμε τα τηλεοπτικά παράθυρα και την καταστροφική μανία των τηλεοπτικών εκπομπών. Κι αντί για βιβλία, το ρίξαμε στα μπλογκ και τις ειδήσεις του διαδικτύου. Χάσαμε την πίστη μας και την ελπίδα μας κι απλώς προσπαθούμε να μη χάσουμε τη δουλειά μας. Αλλά έτσι παύουμε να είμαστε δημιουργικοί και λειτουργούμε εκτελεστικά.

Μπορώ να συνεχίσω να λέω, να απαριθμώ μάλλον τους λόγους της βουβαμάρας, της αμηχανίας, της μαυρίλας, της δικιάς μου σιωπής. Εξαφανίστηκα κι από δω. Εξαφανίστηκα κι από μένα. Έγραψα οργισμένα tweets. Σταμάτησα να φτιάχνω στιχάκια. Έχασα τη φωνή μου δηλαδή. Κι επειδή το καμπανάκι χτύπησε επανήλθα. Και θα συνεχίσω να είμαι παρούσα. Και θα ξεκινήσω από την αρχή. Όπως πρέπει να ανασυνταχτούμε όλοι μας δηλαδή. Ως μονάδες, ως παρέες, ως χώρα.

Καλή βδομάδα....

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Μάνα....εγώ....

"Εγώ; Μάνα;"....Απίστευτο μου ηχούσε, παράταιρο.... Για κάποια άλλη ναι, μέσα. Μα για μένα; Που 'θελα να τριγυρνάω, να είμαι χωρίς πρόγραμμα, να είμαι χωρίς δεσμεύσεις. "Α πα πα! Δεν μου κολλάει", έτσι σκεφτόμουνα. Και το επόμενο λεπτό αγάπησα τη λέξη, ξεπέρασα τους πρώτους φόβους και είπα "Ναι. Εγώ. Μάνα. Εγώ. Μαμά. Εγώ θα είμαι η μαμά. Εγώ"....

Πέρασαν 8μιση χρόνια. 8μιση καινούρια χρόνια, χρόνια μιας άλλης εποχής και μιας άλλης ζωής. Με την Μ. Είναι ρε παιδί μου σα να έχεις μια ζωή πριν και μια μετά τη μητρότητα. Άσε που πολλές φορές νιώθω πως έχω ξεχάσει πώς ήταν πριν την Μ. Την δικιά μου Μ. Είναι σα να είμαστε μαζί από πάντα.

Ξέχασα από την ώρα που την πρωτοείδα την ταλαιπωρία της γέννας και τις μικροδυσκολίες της εγκυμοσύνης. Φάνταζαν όλα τόσο μικρά κι ασήμαντα μπροστά σ' εκείνη. Ένα υπέροχο μωρό, με ένα ζωηρό βλέμμα, αεικίνητα πόδια, τεράστιο χαμόγελο, μεγάλη πατούσα κι υπέροχη μυρωδιά. Αχ αυτή η μυρωδιά....! Την έχω επιθυμήσει, το λέω!

Τι να πρωτοθυμηθώ; Ποια συγκίνηση είναι η μεγαλύτερη και τι έχω να ζήσω ακόμα... Θυμάμαι σίγουρα πώς έκλαψα μόλις την είδα κι ας είχα 39μιση πυρετό από την ταλαιπωρία. Θυμάμαι την πρώτη μας αγκαλιά και την αγκαλιά που με έκανε πιτσιρικάκι μόλις γυρνούσα από τη δουλειά στο σπίτι. Θυμάμαι έντονα την πρώτη φορά που δοκίμαζε σοκολάτα και είχε γίνει χάλια. Που έλεγε μαμά κι εγώ έλιωνα. Που της τραγούδαγα πτώμα το "Πάρε με αγκαλιά και πάμε" για να την πάρει ο ύπνος χαράματα στο Καστρί. Που την έπαιρνα από τη Νέα Υόρκη τηλέφωνο να μου πει τι θέλει να της φέρω κι εκείνη μου έλεγε "πατατάκια". Που την βαφτίζαμε στο Θέρισσο και δεν ηρεμούσε παρά μόνο στην αγκαλιά μου. Θυμάμαι τη συγκίνησή μου όταν πρωτοπήγαμε μαζί στα Χανιά και την πρώτη μας βόλτα όταν εκείνη ήταν λίγο πιο μεγάλη στην Παλιά Πόλη. Ήμασταν οι δυο μας και μυρίζαμε τ' αρώματα στις γειτονιές, κάναμε πλάκα στα πλακόστρωτα, χορεύαμε και γελούσαμε οι δυο μας. Θυμάμαι την ανησυχία μου στον πρώτο της πυρετό, τη στενοχώρια μου όταν έπρεπε να κάνει ράμματα στη μύτη παραμονή του γάμου της Τώνιας. Θυμάμαι και ιδρώνω ολόκληρη τη μέρα που μου έφυγε απ' τα χέρια στην Αμφιλοχία και πέρασε μόνη το δρόμο απέναντι - κι έχασα δέκα χρόνια απ' τη ζωή μου. Και λιώνω κάθε φορά που αποκοιμιέται στην αγκαλιά μου. θυμάμαι τη συγκίνηση στην πρώτη πρώτη παράσταση στο σταθμό. Και το κλάμα στην αποχαιρετιστήρια παράσταση από το Πορτοκάλι. Και τόσα άλλα....

Κι όμως είναι τόσο δύσκολο να είμαι μάνα. Ξέρω ότι κάνω λάθος κι ότι μπορεί και να υπερβάλλω μερικές φορές, μα δε μπορώ να ζυγίζω πάντα τις αντιδράσεις μου. Ξέρω τη θεωρία. Στην πράξη τα βρίσκω σκούρα. Ποια είναι η ισορροπία μεταξύ αυστηρότητας και σωστής καθοδήγησης; Ποια είναι τα όρια της ανεκτικότητας και της ανοχής; Πόση κατανόηση πρέπει να δείχνω; Πώς να ελέγχω πάντα τα νεύρα μου όταν έχω απέναντι ένα 8χρονο πλάσμα με γλώσσα εφήβου ώρες ώρες κι όταν λέω δέκα κι απαντάει με εκατό; Δεν ψάχνω επιστημονικές απαντήσεις και δρόμους. Όχι, αυτά τα αφήνω για τις ώρες της ψυχραιμίας, στις φουρτούνες τι γίνεται...

Αυτές τις μέρες, τις πρώτες μέρες της σχολικής χρονιάς, που τα παιδιά είναι αλαλιασμένα και το μυαλό τους ταξιδεύει σε παραλίες, διακοπές, παιχνίδια στο λάπτοπ και nintendo, εκδρομές με φίλους, τηλεόραση, νέους αστέρες της λατινικής Αμερικής και άλλα συναφή, έτσι κι η δικιά μου. Ε, πάει η πρώτη μέρα κι η δεύτερη μπορώ να πω, πάει κι η πρώτη βδομάδα και περνάμε στην επόμενη κι η μικρή αλλού απλώς. Έβαλα τις φωνές. Πολλές φωνές. Και τώρα έχω τύψεις. Και την έβλεπα που έκλαιγε και εκείνη τη στιγμή που φώναζα ένιωθα τύψεις. Ήθελα να την πάρω αγκαλιά για να μην κλαίει. Κι εκείνη σκληρή να συνεχίζει και να λέει και να κλαίει. Και δεν το έκανα τελικά. Κράτησα χαρακτήρα. Για να μη με τουμπάρει. Έτσι λέει η λογική κι έτσι έπραξα. Υπάρχει όμως κι η καρδιά. Τι να κάνω; Κι εκεί είναι που τα χάνω. Κι ας πιστεύω πώς τα παιδιά μας έχουν ανάγκη από γονείς όχι από φίλους. Κι αν το επεκτείνω, αληθινοί φίλοι είναι όσοι λένε την αλήθεια πραγματικά. Αλλά ας μην πάμε αλλού....

Με αυτά τα διλήμματα προχωράμε. Και στήνουμε την καθημερινότητά μας με τεράστια αγωνία για το τι δίνουμε στα παιδιά μας και πώς τα μεγαλώνουμε. Δεν υπάρχει συνταγή γι' αυτό. Ούτε συγκεκριμένες οδηγίες. Γι' αυτό και σ' αυτά τα νερά το κολύμπι είναι δύσκολο. Αλλά η διαδρομή, μοναδική, ασύγκριτη. Και εν τέλει νιώθω τυχερή που το ζω. Το λέω μέσα μου, το συζητώ, το μοιράζομαι κι εδώ. Θα επανέλθω σε αυτά κάποια στιγμή.


Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Πώς να μην τα έχουμε χαμένα;

Πώς να μην τα 'χουμε χαμένα; Τι να περιμένουμε δηλαδή; Πόσο ψύχραιμοι να είμαστε; Πόσο μπορούμε να σιωπούμε γιατί και να φωνάζουμε και να ζητούμε πράγματα κανείς δεν ακούει.....

Είναι εύκολο να αρχίσω να λαϊκίζω, να βρίζω, να κατηγορώ. Είμαι θυμωμένη. Όλοι μας είμαστε. Το αντίθετο θα ήταν το παράδοξο. Με τη λογική λέω πως κι εγώ έχω ευθύνη σε αυτό. Τα βάζω κάτω και ψάχνω να τη βρω βεβαίως. Γιατί προσωπικά έχω δουλέψει πολύ. Και θα συνεχίζω να δουλεύω - πρώτα ο Θεός! Προσωπικά δεν επαναπαύτηκα στις δάφνες μου - ναι ακομπλεξάριστα λέω ότι κατάφερα πολλά κι ας μην το πολυλέω γενικώς. Ξέρω μέσα μου όμως. Όπως ξέρω ότι το επόμενο λεπτό μιας κατάκτησης ήταν η αγωνία για το καινούριο, το επόμενο, το "μετά" που λέμε. Τώρα, δε μπορώ να σκέφτομαι το "μετά" δυστυχώς. Παλεύω για το σήμερα, για το τώρα, μέρα την μέρα, πόντο πόντο.

Και συνεχίζω να λέω ότι σίγουρα έχω κι εγώ ευθύνη σε όλο αυτό. Και συνεχίζω να την ψάχνω. Κι ας μην πίστεψα ποτέ "τα ψεύτικα, τα λόγια, τα μεγάλα". Πάντα μου προκαλούσαν αποστροφή και με οδηγούσαν σε πιο περιθωριακούς δρόμους, πιο μοναχικούς, πιο προσωπικούς. Και σε αντίστοιχες επιλογές τελικά. Πήγαινα πάντα με το πιο ουσιαστικό και το πιο βαθύ και απεχθανόμουν το mainstream. Η οικογένεια μου στο ΠΑΣΟΚ, εγώ στην αριστερά, την ανοιχτόμυαλη τάχαμου τάχαμου δήθεν αριστερά - τρομάρα μας. Κι αφού έφαγα ήττα κι από εκεί και φλέρταρα με την οικολογία - όχι ότι το σταμάτησα - κι αφού έζησα τη φούσκα και το αδιέξοδο της πλατείας, αισθάνομαι τώρα στο πουθενά, χωρίς τοπίο συνάντησης με κανένα και βρίσκομαι πάλι σε ακόμα πιο μοναχικά μονοπάτια.

Και συνεχίζω να λέω ότι σίγουρα κάπου φταίω. Προς στιγμήν θαμπώθηκα κι εγώ λίγο από τη δανεική ευτυχία τριγύρω μου. Όχι ότι ήμουν ωφελούμενη άμεσα. Έμμεσα μόνο. Ψιλο-ονειρεύτηκα ένα πιο μεγάλο σπίτι και λιμπίστικα χλιδάτα ταξίδια. Τίποτα δεν έκανα τελικά από τα δύο. Ήρθαν κι έφυγαν από μέσα μου έτσι απλά. Προ κρίσης. Προ αποσύνθεσης και παντελούς αποδόμησης της πραγματικότητας στην οποία ζούμε. Τα μόνα σταθερά είναι η οικογένεια μου, εκείνη που είχα κι έχω ως ύπαρξη - ακόμα και με τους απόντες της - κι εκείνη που δημιούργησα, το χαμόγελο του παιδιού μου και οι καλοί μου φίλοι. Να'ναι όλοι καλά και να είμαι κι εγώ καλά γι' αυτούς.

Γαμώτο. Ζορίζομαι τελευταία να χαμογελάω. Και χρειάζομαι ένα-δύο ποτήρια κρασί για να χαλαρώσω και να ξεχαστώ. Ξεχνιέμαι όμως με την τέχνη. Ακούω ακόμα πιο πολύ μουσική και για 3 λεπτά ο χρόνος σταματάει και περνάω σε άλλη διάσταση. Σκαρώνω στιχάκια με όλο και μεγαλύτερη ευκολία - ελπίζω να βρουν φωνή. Νιώθω όλο και πιο σίγουρη γι' αυτό - και στο λεπτό απογοητεύομαι. Είναι κι η αλλαγή της εποχής που έχει από μόνη της μια μελαγχολία. Είναι κι η Πανσέληνος που πέρασε. Είναι κι ο ύπνος μου που έχει δυσκολέψει.

Να τολμήσω να ελπίσω ότι θα ανακάμψω;





Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Καλό φθινόπωρο

Πω πω...! Πάει καιρός! Πολύς καιρός από τότε που έχω να γράψω εδώ.

-Κι αν έχεις γράψει τον τελευταίο καιρό!

Ναι...είχα μάλλον πολλά να πω. Ελπίζω να έχω για πολύ καιρό ακόμα. Είχα εγώ πολλά να πω, είχαν κι οι καιροί πολλά να μου πουν. Να μας πουν. Όχι πάντα καλά. Αλλά ήταν σίγουρα πολλά. Θυμός, αγωνία, βραδιές στην πλατεία, η αίσθηση του άστοχου, απογοήτευση και μεγαλύτερος θυμός, η αίσθηση του άδικου, ανασφάλεια μεγάλη, η μυρωδιά του γιασεμιού στην πόλη κόντρα στα βουνά με τα σκουπίδια στο Παγκράτι και τα Εξάρχεια, το θερινό σινεμά που δεν πρόλαβα να πάω, το καλοκαίρι που τέλειωσε πριν αρχίσει, οι βίαιοι αποχαιρετισμοί και τα στενάχωρα αντίο, οι βραδινές κουβέντες στη βεράντα στο εξοχικό με τους κατα-δικούς σου ανθρώπους, τα γέλια διαβάζοντας τ' αστέρια, τα γλυκά της J, η μπισκοτο-τούρτα της Δ, οι καλοκαιρινές συναυλίες που έζησες, οι στίχοι που σε ποτίσανε και τους πήρες μαζί σου, τα απρόσμενα κοκτέιλ, τα δάκρυα που σου ξεφύγανε και τα στέγνωσε ο αέρας, εκείνη που μεγαλώνει και αισθάνεσαι πιο πολύ το πέρασμα του χρόνου, τα πάθη που ξεθωριάσανε, τα ταξίδια που δεν έκανες και εκείνα που σου προκύψανε ευτυχώς, οι αγκαλιές της Μ, τα γέλια στο αυτοκίνητο, οι φίλοι που συνάντησες κι οι άλλοι που δεν πρόφτασες να δεις, η Κρήτη που δεν πήγες, η μυρωδιά απ' το θυμάρι δίπλα στην παραλία, η θάλασσα η γνώριμη που σε δρόσισε, το μπουρίνι του Αυγούστου που σε τρόμαξε, οι κουβέρτες που σε τύλιγαν μες στην καρδιά του Αυγούστου, οι άνθρωποι που συνάντησες, τα τραγούδια που ανακάλυψες, τα βιβλία που σου κάνανε παρέα, η φωτιά σου και το χιόνι να συνυπάρχουν.....

Γράφω σήμερα μετά από καιρό και δίνω σκόρπιες εικόνες, ασύνταχτες λέξεις και σκέψεις. Σιγά σιγά θα ξαναζεσταθώ. Θα βγάζω πιο πολύ νόημα ίσως. Ίσως και όχι. Στο επαναγράφειν. Καλό φθινόπωρο.....

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Μεταχρονολογημένη εφηβεία

Περνάω φάση εφηβείας. Μεταχρονολογημένης μεν, εφηβείας δε. Ίσως στην ηλικία την εφηβική όταν προσθέτεις και το ΦΠΑ εκεί που έφτασε, φτάνεις στην δικιά μου ηλικία....Αλλά νιώθω ότι είμαι στην εφηβεία και τόση ώρα γράφω χαριτωμένες μπούρδες. Τη μια φλυαρώ, την άλλη είμαι στην απόλυτη σιωπή. Τη μια ενθουσιάζομαι στην ιδέα να συναντηθώ με φίλους και την άλλη βαριέμαι να κουνήσω. Χτες έκανα και το αμίμητο: βγήκα και ήμουν αλλού. Εντελώς αλλού. Κι ήταν τόσο ωραία η παρέα και τόσο ωραία η αυλή με τις νερατζιές που καθόμασταν, αλλά εγώ αλλού. Για κανά 20 λεπτο χάθηκα. Επανήλθα ξαφνικά όταν φέρανε ένα ακόμα μπουκάλι κρασί. Λευκό, ωραία παγωμένο. "Νυχτέρι". Δεν το είχα ξαναπιεί. Αλλά κατεγράφη στη γευστική μου μνήμη και θα το αναζητήσω πάλι. Με ρωτήσανε τα κορίτσια πού ταξίδευα αλλά όταν επανήλθα το είχα ήδη ξεχάσει. Κι αυτό το χάσιμο της εφηβείας είναι.

Είναι και τ' άλλο. Τώρα τελευταία ακούω συνέχεια και με μανία μουσική.Ψάχνω καινούρια ακούσματα, θυμάμαι παλιότερα. Ακούω συνέχεια μουσική. Ακόμα και μες στο μυαλό μου όταν κάπου δεν παίζει μουσική εγώ νιώθω ότι έχω cd player. Όχι ipod.Cd player. To ipod είναι κομμάτι της ευημερούσας ενηλικίωσής μου και απόκτημα πολλών ωρών εργασίας. Πιο πιτσιρίκα είχα το πικάπ της μάνας μου και στην εφηβεία μου είχα το καταπληκτικό δικό μου κατάδικό μου cd player. Άσε που σκοτείνιασα το περασμένο Σάββατο που ήμουν σε φάση τρελού χαβαλέ στο εξοχικό μου και μαθαίνω από το τουίτερ ότι πέθανε η Amy Winehouse. Κατέρρευσα πλήρως. Ήταν σαν τότε που πέθανε ο Cobain, τέτοιο πράγμα αισθάνθηκα. Ο άντρας μου δεν το πίστευε ότι είχα χάσει το κέφι μου επειδή πέθανε μια τραγουδίστρια με τόσα προβλήματα κιόλας. Ναι, αλλά δε μιλάμε για το οποιοδήποτε πρεζάκι. Μιλάμε για την Amy Winehouse. Μεγάλη ελπίδα, μεγάλο ταλέντο, αδιαπραγμάτευτο. Από τις τελευταίες μεγάλες συγκινήσεις στην μουσική. Μόνο η Δ με κατάλαβε και μόνο που με κοίταξε την ώρα που της φώναξα ότι η Α.W. είναι νεκρή. Η βραδιά συνέχισε με γέλια και χαβαλέ. Αλλά εγώ είχα τη δικιά μου σκοτεινιά γιατί σκεφτόμουνα αυτό το δροσερό κορίτσι, με τις απίστευτες δυνατότητες και  την κατάληξή της. Πριν λίγο καιρό πόσταρα στη σελίδα μου στο facebook βιντεάκια από την τελευταία της τραγική εμφάνιση στο Βελιγράδι κάνοντας σχόλια για το κρίμα της υπόθεσης. Τι να πει κανείς.
Είπαμε αντίο στην Amy πίνοντας μπύρες και σιγοψιθυρίζοντας κάποια από τα τραγούδια της. Κι αυτό ήταν αρκετά εφηβικό για μένα...

Ύστερα, θέλω να κοιμάμαι. Συνέχεια. Α ρε εφηβεία με τους ύπνους σου! Που και τότε βέβαια μου τη χαλάγανε μια ο πατέρας μου που θεωρούσε τον ύπνο το πρωί χάσιμο χρόνου (βασικά για μένα την πρωτότοκη) και μια ο Σ. στα Χανιά που ήθελε να του κάνω δουλειές κι επίσης θεωρούσε το να κοιμάσαι ως αργά το πρωί χάσιμο χρόνου (κι αυτός το έκανε μόνο σε 'μένα κι όχι στους γιους του μετέπειτα). Χτες πάντως με τεράστια δυσκολία ανταποκρίθηκα στο ξυπνητήρι που το είχα βάλει στις 9 παρακαλώ (α, ναι, η κόρη μου είναι κατασκήνωση, δεν είναι εδώ μαζί μου) και το απόγευμα έπεσα σε λήθαργο μετά τη δουλειά για ένα δίωρο περίπου. Άρρωστη σηκώθηκα μετά. Αλλά ήταν τόσο ωραία.....

Τι άλλο...την ψάχνω για συναυλίες, ανεβαίνω σε μηχανάκια και αρνούμαι να πάρω το αυτοκίνητο, διαβάζω βιβλία, παίρνω τσιπς απ' το περίπτερο, ξεμένω στην τηλεόραση βλέποντας ταινίες ως αργά, είδα κανα δυο φίλες για καφέ, κυκλοφορώ με σαγιονάρες, δεν μαζεύω το δωμάτιό μου (τι είπα τώρα ε;) ρωτάω τη μαμά μου πώς μαγειρεύονται διάφορα φαγητά, τέτοια εφηβικά πράγματα. Και με έναν περίεργο τρόπο κάνω λίγο ...διακοπές. Κι ας δουλεύω ακόμα κι ας έχω τρελό τρέξιμο, κάνω λίγο διακοπές. Σίγουρα άλλου τύπου, αλλά διακοπές. Γιατί αυτό είναι οι διακοπές: η ανάπαυλα από την καθημερινότητα. Και μιας και έχει κάτι από εφηβεία μου αρέσει ακόμα πιο πολύ.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Δεν ξέρω να χαρώ τη χαρά μου

Κανονικά τώρα θα έπρεπε να πετάω. Να χοροπηδάω από τη χαρά μου. Να κερνάω φίλους. Να γελάω. Να ακούω το New York με το Σινάτρα ας πούμε και να χορεύω κρατώντας στο χέρι μου ένα ποτήρι λευκό κρασί. Ναι, λευκό. Πάντα όταν σκέφτομαι ένα καλό κρασί και την απόλαυση που το συνοδεύει είναι λευκό. Κι έχω και την αγαπημένη μου την μάρκα, αλλά δεν είναι της ώρας η οινογνωσία.

- Πάλι ξεγλιστράς απ' τη χαρά σου....

Ναι ρε γαμώτο. Δεν την πολυξέρω, δεν την πολυκαταλαβαίνω δηλαδή. Κι έτσι την πατάω. Κι ενώ έχουν συμβεί τόσα καλά εγώ στέκομαι στις άνευρες, συμπαθητικές απαντήσεις, στο τηλέφωνο που δεν απαντήθηκε την ώρα που το είχα ανάγκη, στο τηλέφωνο που απαντήθηκε μετά με τον τρόπο που δεν ήθελα...

- Σε βαρέθηκα....

...κι εγώ με βαρέθηκα. Γύρισα σπίτι μετά από τόσους δρόμους κι ένταση και με τον ιδρώτα να ξεχειλίζει από παντού κι αντί να χωθώ στη μπανιέρα και να χαλαρώσω, έβαλα πλυντήριο, έγραψα σημείωμα στην καθαρίστρια γι' αύριο, συμπλήρωσα δυο πράγματα στη βαλίτσα της κόρης μου για την κατασκήνωση κι ακόμα να ηρεμήσω. Τι κακό κι αυτό!

Και τώρα εδώ. Με ασύστολη φλυαρία. Όχι για κάτι χάι να ξεχαστούμε κιόλας. Αλλά για κάτι κατατονικό. Την ανεπάρκειά μου. Αλλά επειδή ούτε απόψε έχω τα κότσια να της τη βγω και να στενοχωρηθώ, σταματώ εδώ. Θα βρω καμιά ταινία να δω ελπίζοντας πως θα με πάρει ο ύπνος στα πρώτα τέσσερα λεπτά.....

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Πού είναι το καλοκαίρι;

Αυτό με στενοχωρεί είναι που δεν έχει έρθει ακόμα το καλοκαίρι στο μυαλό μας. Χρησιμοποιώ το πρώτο πληθυντικό γιατί νιώθω ότι δεν είναι μόνο προσωπική η διαπίστωση. Φάγαμε την πρώτη βδομάδα του Ιούλη κι ούτε που μιλάω για διακοπές. Κάτι ασάφειες ξεστομίζω όταν μιλάω με την κόρη μου. Το δικό της καλοκαίρι σε ένα βαθμό είναι βέβαια κανονισμένο. Ναι, ναι, δε γινότανε αλλιώς. Και όλα καλά ως προς αυτό. Απλώς δεν υπάρχει το καλοκαίρι "μας" στο μυαλό μου κι αυτό με ρίχνει. Δε θυμάμαι άλλη χρονιά να έχει φτάσει 10 του Ιούλη και να έχω μπει μια και μοναδική φορά στη θάλασσα. Ναι, μόνο μια. Έχω αυτή την καταραμμένη ασπρίλα στο κορμί και το μαύρισμα του ταρίφα στο αριστερό φυσικά χέρι. Οι φακίδες μου δεν μου έχουν βγάλει ακόμα γλώσσα και δεν είναι ακόμα ανιχνεύσιμες. Ακόμα δεν έβαλα τις μωβ μου havajanas στην παραλία κι ούτε που ξέρω που είναι χωμένο το πορτοκαλί μου παρεό...
Σκατά δηλαδή...και κάτι πρέπει να κάνω....
Λέω να την κανω για το εξοχικό απόψε, αύριο, δεν ξέρω. Ούτε που το έχω αποφασίσει. Μου λείπει ύπνος. Και διάθεση. Ύπνος και χαμόγελο νομίζω. Πολύ μαυρίλα γύρω και μου έκρυψε το καλοκαίρι και μάλλον και κάθε λαχτάρα να το συναντήσω.Θα το παλέψω όμως και θα επανέλθω ελπίζοντας να έχω κάτι καλύτερο να διηγηθώ.

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Τι να πω....

Τι να πω γι' αυτή τη χώρα που ζω; Αυτές είναι οι πρώτες λέξεις που ξεστομίζω. Πριν ένα μήνα κατέβηκα κι εγώ στο Σύνταγμα. Ένιωθα αγαναχτισμένη - το έγραψα κιόλας εδώ, στην "εξώπορτα της γειτονιάς μου". Πήρα το παιδί μου και κατέβηκα. Και ξαναπήγα άλλο ένα βράδυ. Μίλαγε ο σούπερ-τηλεοπτικός αστέρας οικονομολόγος, αυτός που είχε δώσει λύσεις αλλά κανείς δεν τον άκουγε - συμπαθάτε με, δε μου γεμίζουν το μάτι όσοι τριγυρνάνε από κανάλι σε κανάλι ξαφνικά για να μοστράρει η φάτσα τους και να πάρουν λίγη λάμψη και αναγνώριση στο δρόμο, για να μην πω ότι ήταν ο ίδιος που έγραφε, μαζί με άλλους, τους λόγους του ΓΑΠ πριν λίγο καιρό. Βρήκα όμως εκεί γνωστούς. Είδα ξανά την Φ μετά από 2 χρόνια και την αγκάλιασα. Αράξαμε έξω από την Μεγάλη Βρετανία σταυροπόδι στο οδόστρωμα λες κι ήμασταν σε κάποιο πάρκο και τα λέγαμε ήσυχα κι ωραία. Κατέβηκα λοιπόν κι εγώ και δεν ήμουν μόνη, δεν το ήθελα. Αυτό ήταν το ζητούμενο. Να βρισκόμαστε. Να ξαναγίνονται δυνατές οι παρέες. Είναι ωραίες οι παρέες. Γεμίζουν τα βράδια και τις Κυριακές μας. Έχουν τους δικούς τους κώδικες και τα δικά τους αστεία. Οι παρέες είναι ιστορία.

Τι να πω για όσα έγιναν χτες και προχτές στην πλατεία. Για την ωμή βία a priori. Για το πολυπαθές μας κέντρο και την σημερινή εικόνα του που θυμίζει ρημαδιό, ναι, ρημαδιό, αυτή είναι η λέξη. Είμαστε τσακισμένοι, ναι. Το αρνείται κανείς; Είμαστε θυμωμένοι, ναι. Το αρνείται κανείς; Είμαστε αδικημένοι, ναι, να το δεχτώ κι αυτό. Όμως, φταίει για όλα κάποιος άλλος; Πότε θα σταματήσουμε να δαιμονοποιούμε το κράτος, τους ξένους, τους βουλευτές, τον όποιο κακό που είναι στην απέναντι;
Ποιος όμως ανέδειξε κι έκανε ήρωες τους υπουργούς και βουλευτάδες;
Εμέις.
Ποιος γλένταγε με δανεικά κι απ' το Golfaki που 'ταν μια χαρά πήγε στο Cayenne και το Cabrio Z3;
Εμείς.
Ποιος μπήκε στην παραμύθα των δανείων κι έχαψε τις καραμέλες των τραπεζών και βρέθηκε με τετραγωνικά απεριόριστα και δόσεις δανείου δυσβάσταχτες;
Εμείς.
Ποιος έκρυψε το κατιτίς του από την εφορία για να γλιτώσει φόρους;
Εμείς.
Και πάει λέγοντας...
Όσοι δε θέλανε να ψηφιστεί το μεσοπρόθεσμο κατανοούσαν τι θα συνέβαινε εάν οι μισθοί και οι συντάξεις δεν καταβληθούν; Ας σοβαρευτούμε.
Όχι δεν είμαι φιλο-κυβερνητική, ούτε αναίσθητη. Ούτε υπεράνω χρήματος και με απόθεμα μαύρων χρημάτων. Όχι. Απλώς προσπαθώ να έχω τα μάτια και τα αυτιά μου ανοιχτά. Δε μπορώ να φανταστώ ειλικρινά την εικόνα με κόσμο απλήρωτο, κόσμο που ζει με λίγα. Δε μπορώ να φανταστώ επικεφαλή της χώρας τον ανεγκέφαλο Σαμαρά που το μόνο που τον καθοδηγεί είναι η πρεμούρα του για να έχει εξουσία. Έλεος, είναι όλοι πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλο.

Τι να πω. Δε μ' αφήνουν να ονειρεύομαι κι αυτό είναι μεγάλο βάρος. Δε μ' αφήνουν να σχεδιάζω τίποτα γι' αύριο. Μεταμορφώσανε τις μικρές μας χαρές σε ασύμφορες πολυτέλειες. Δηθεν αδικημένοι έβγαλαν το πιο φασιστικό τους πρόσωπο στη φόρα.  Και δεν τους το συγχωρώ με τίποτα. Και αναλύσεις επί αναλύσεων στα κανάλια, φωστήρες να μιλάνε και να μη λένε τίποτα, η ΔΕΗ το χαβά της, οι τιμές να μην πέφτουν πουθενά, οι φόροι να δίνουν και να παίρνουν, η τσέπη να είναι άδεια, τα νεύρα στα χίλια. Ούφ!!!!!

Σήμερα άκουσα ότι ένα παιδί 20 χρονών με προχωρημένο καρκίνο μπαίνει αύριο για Χημειοθεραπεία. Και τότε ήρθα στα ίσα μου. Του έστειλα ένα αυθόρμητο tweet με μια φράση που ένας φίλος μου έκανε μότο και νίκησε την αρρώστια. Μακάρι να τα καταφέρει κι εκείνος. Η σκέψη μου μαζί του.

Τι άλλο να πω....


Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Μικρές χαρές....

Μερικές φορές δε γνωρίζεις τον άλλο προσωπικά- κι ούτε τώρα τον γνώρισες δηλαδή - κι όμως νιώθεις ότι τον ξέρεις από πάντα. Κι άλλοτε πάλι ξέρεις κάποιον "από πάντα" και ειλικρινά δεν καταλαβαίνεις τι μπορεί να σε δένει μαζί του. Συνομίλησα με κάποιους ανθρώπους αυτές τις μέρες. Συνομίλησα ουσιαστικά σε ένα επίπεδο δημιουργίας. Δεν ήξερα κανένα προσωπικά. Θαύμαζα και σεβόμουν και τους δύο. Όχι ειδικά τον έναν περισσότερο από τον άλλο. Σεβόμουν και σέβομαι θαύμαζα και θαυμάζω τα πονήματά τους. Δεν με ξέρανε νομίζω. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Αλλά δε με ένοιαζε πολύ. Πίστευα σε αυτό που είχα φτιάξει και ζήτησα να "συναντηθούμε". Κι οι δύο ανταποκριθήκανε. Απλόχερα. Άμεσα γιατί μοιραστήκαν μαζί μου την ίδια λαχτάρα και τον ίδιο στόχο. Είχαμε τελικά πολλά κοινά. Από αυτό τον τόπο, τον δικό μου τόπο που κριτής είναι ο ίδιος μου ο εαυτός κατ' αρχήν και κατά δεύτερον όσοι έχουν την υπομονή και με διαβάζουν, ευχαριστώ και τους δύο. Και τον Θ.Κ. και τον Γ.Χ. για τη χαρές που μοιραστήκαμε και τις ωραίες μας συνομιλίες. Για το αύριο και το κομμάτι του που θα μοιραστούμε παρέα.
Είναι σπουδαίο να λες ευχαριστώ και υπέροχο να το νιώθεις μέσα σου. 

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

(Αγανα)χτισμένη

Κι εγώ ακολουθώ τους καιρούς. Τους καιρούς και τους ανθρώπους της χώρας μου. Μικροί στο σχολείο μαθαίναμε για τα "δάνεια της Αγγλίας". Στη φάση της ανεξαρτητοποίησής μας βρεθήκαμε σε μια κοινωνία καβαλήματος κι ασυδοσίας. Με το νεοπλουτισμό στα ντουζένια του κι εμάς παρατηρητές και συμμετέχοντες σ' αυτόν. Τώρα σε μια περίοδο άλλης ωριμότητας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την "κρίση". Κρίση γύρω μας, μα κρίση κι εντός μας. Τώρα οι ευθύνες μου είναι άλλες κι άλλες συνεπώς οι αγωνίες μου. Και το παλεύω. Μέσα μου κι όχι μόνο.

Δε γνωρίζω οικονομικά. Εμπειρικά κι ενστικτωδώς πορεύομαι. Και με την φράση του πατέρα μου -που τώρα ηχεί ακόμα πιο δυνατά στ' αυτιά μου - "παιδί μου, θα πηγαίνεις ως εκεί που φτάνεις, με όσα έχεις κι όσα μπορείς". Έτσι μεγάλωσα, έτσι έκανα κι έτσι θα κάνω. Δεν μπήκα στην παραμύθα των δανείων, δεν ήθελα πολλά ακίνητα και χάι διακοπές. Και τώρα δεν είναι τόσο το ζόρι το οικονομικό - τουλάχιστον όχι μέχρι τώρα, γιατί δόξα την Ε, την έχω τη δουλειά μου και το σπίτι  μου το ωραίο, το αμαξάκι μου, μπορώ να παρέχω αυτά που θέλω στο παιδί μου και να περνάω και καλά. Έτσι είναι μέχρι τώρα τουλάχιστον. Το ζόρι που τραβάω είναι αυτό μέσα μου, αυτό που με τρώει.

Είναι που οι συζητήσεις παντού πια είναι μαύρες κι άραχνες. Είναι που ακόμα και με τις κολλητές μου οι μισές μας κουβέντες είναι μαύρες κι άραχνες και μες στην απελπισία - δικαίως, η μία είναι άνεργη. Είναι που ο άνθρωπός μου βλέπει ακόμα και στον ύπνο του ακάλυπτες επιταγές. Είναι που τα μαγαζιά κλείνουν και γέμισε ο δρόμος ταμπέλες "ενοικιάζεται". Είναι που είμαι θεατής μιας πτώσης - και μιας κατάπτωσης.

Είναι όμως και ο θυμός που νιώθω. Θυμός για τους ήρωες που κατασκευάσαμε, για όσους πιστέψαμε κι αποδείχτηκαν φελοί. Για την σαπίλα του συστήματος. Για τις μεγάλες μίζες. Για την εξαθλίωση των συνταξιούχων σε αντιπαραβολή με τις μεγάλες κουβέντες και με τις υπερβολές. Για την άρρωστη δημόσια υγεία. Για την κυνηγημένη δημόσια παιδεία. Δε θέλω να γίνομαι γραφική αλλά μου 'ρχονται στο νού οι στίχοι "Τα ψεύτικα, τα λόγια, τα μεγάλα" που εμείς πιστέψαμε. Ζούμε σε μια κοινωνία οργανωμένη αυτή την ώρα κατά τρόπο που δε θα μας πάει πουθενά. Δεν υπάρχει προοπτική. Δεν υπάρχει περιθώριο για μελλοντικούς σχεδιασμούς. Δεν υπάρχει δρόμος για όνειρα. Κι όταν δεν ονειρευόμαστε αργοπεθαίνουμε.

Είμαι αγανακτισμένη κι εγώ. Γιατί είμαι κτισμένη στην αλήθεια. Έχω βαρίδια στα πόδια που με κρατούν σε μια κατάσταση που δεν επιθυμώ. Κατέβηκα στο Σύνταγμα για να μοιραστώ το θυμό μου. Αλλά κι εκεί αισθάνθηκα λίγο αλλού. Χιλιάδες κατεβήκαμε και ναι, ένιωσα ότι δεν ήμουν μόνη κι αυτό ήταν ωραίο. Κι ήταν κι ελπιδοφόρο. Τόσος κόσμος, όχι απαραίτητα πολιτικά προβληματισμένος, κατέβηκε στην πλατεία να ουρλιάξει τον φόβο του.Πήρα και την κόρη μου μαζί να το δει. Θα της το εξηγήσω καλύτερα σε λίγα χρόνια ελπίζω.

Διαφωνώ με τις μούντζες στη Βουλή. Η Βουλή είναι κατάκτηση. Μην την απαξιώνουμε ως θεσμό - εκεί βρίσκω φάουλ, συγχωρέστε με. Αναζήτησα έναν στόχο σε όλο αυτό. Δεν τον βρήκα, αλλά δεν πειράζει. Πήγα στο Σύνταγμα κι εκτονώθηκα κι αυτό ήταν καλό. Τουλάχιστο βρεθήκαμε και κάναμε κάτι μαζί. Πολλοί μαζί. Όντως "η πλατεία ήταν γεμάτη".

Ξαναπέρασα από εκεί αργά ένα βράδυ. Το βρήκα ξεχειλωμένο. Μου θύμησε φτηνό πανηγυράκι στην Αγια Βαρβάρα (ας μου συγχωρεθεί ο τοπικός προσδιορισμός, αλλά έτσι αισθάνθηκα) με τα βρώμικα να αναδύουν την τσίκνα τους μπροστά στο King George - ομολογώ ότι αυτό το ευχαριστήθηκα λίγο με μια δόση χαιρεκακίας. Η εσάνς του μπάφου με ταξίδεψε κι εμένα λίγο. Κι όμως...εκεί στο Σύνταγμα αισθάνθηκα ότι κάτι έκανα κι εγώ ρε παιδί μου, δεν κάθησα να το παρατηρώ όλο αυτό από τον καναπέ μου.

Την Τετάρτη στις 15 του Ιούνη στο πανευρωπαϊκό κάλεσμα νομίζω θα είμαι πάλι εκεί. Για να νιώσω πιο ελεύθερη και λιγότερο ...χτισμένη.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Kρήτη (μου)

Σήμερα θέλω να γράψω για την Κρήτη. Την Κρήτη μου. Δεν ξέρω γιατί. Μάλλον γιατί η Κρήτη είναι λίγο από μένα - ή πολύ από μένα τελικά.

Η Κρήτη είναι τα καλοκαίρια μου. Η ξενοιασιά μου. Η αίσθηση ότι μεγάλωσα, ότι μπορώ να κάνω πράγματα μόνη μου εγώ. Εγώ....

Τα πρώτα μου ταξίδια με το αεροπλάνο. Τα βαρετά ταξίδια με το πλοίο. Ήθελα πάντα να φτάσω γρήγορα και το πλοίο είχε το δικό του ρυθμό. Πάντα εκείνος με περίμενε. Πάντα ανυπομονούσα να τον δω. Να τους δω όλους δηλαδή. Το πλούσιο χαμόγελο του παππού. Η εύθραυστη και πνευματώδης γιαγιά. Η λιγόλογη καλή μας θεία. Τα καλοκαίρια στο λιμάνι. Στην αρχή στις ταβέρνες με τους "μεγάλους". Μετά στα μπαράκια μόνες μας. Τα πρώτα ξενύχτια. Τα πρώτα ποτά. Οι ατέλειωτες ώρες στην παραλία. Το τάβλι που δεν έμαθα. Η Πύλη της Άμμου. Τα ταξίδια με το ΚΤΕΛ για τις πιο μακρινές παραλίες. Οι ντολμάδες κι ο ντάκος με τη μυζήθρα. Σιχαινόμουνα πάντα τη φέτα. Λάτρευα την μυζήθρα. ήμουν Χανιώτισσα εγώ. Εγώ....

Η τσικουδιά. Άπειρα σφηνάκια τσικουδιά. Το μέλι κι οι γραβιέρες. Τα καλτσούνια να βγαίνουν απ' το φούρνο κι απ' τη λαχτάρα και τις μυρωδιές τόση ώρα τα τρως με τη μία και να σου καίνε τον ουρανίσκο. Τα γέλια στο μπαλκόνι κι οι ιστορίες από τα παλιά που δεν τις χόρταινες. Παρέες στο Καρνάγιο. Τότε που 'τανε μικρό και νεοφώτιστο. Τώρα σήκωσε ψηλά τον αμανέ. Ψάρι στην Αγία Κυριακή. Τραπεζώματα ατελείωτα. Μαντινάδες. Τρύγος. Παρέες. Μεθύσια. Γιορτή κρασιού. Πεντοζάλης και χανιώτικος συρτός. Πάντα σκράπας ήμουνα! Γκαζόζα σα τσιχλόφουσκα. Γαλακτομπούρεκο απ' το θείο Κυριάκο. Παρέα με τον παππού πάντα. Αβρονιές και στίφνος - θεόπικρο χόρτο παππού! Στάκα - βαρυστομάχιασα και συνεχίζω! Τέσσερις εποχές και Street. Μαγκιά στο Portocali. Μαγκιά στον Μύλο μετά. Στην Κρήτη με την μαμά και τον μπαμπά. Μετά μόνη μ' εκείνον να με προσέχει, να μου μαθαίνει πολλά. Πιο μετά με τον Θ. Αισχάτως και με την κόρη μας. Τώρα όμως εκείνος δεν είναι εκεί. Κι άλλαξε κι η Κρήτη. Άλλαξα κι εγώ. Εγώ....

Αρώματα του Ψηλορείτη. Θυμάρι. Ζωντανά να σου κόβουνε το δρόμο. Φαράγγι της Σαμαριάς. Ξημέρωμα κι η δροσεράδα του. Κατάβαση.Αγγίζεις τις δυο άκρες του φαραγγιού. Αισθάνεσαι Τιτάνας. Είσαι μικρός όμως στ' αλήθεια. Αγαλλίαση στην Αγιά Ρουμέλη. Βουτιά στο στόχο. Ξημέρωμα στην παραλία. Μιλάς με τ' αστέρια. Δεν τα μετράς. Δεν έχει νόημα. Ηλιοβασίλεμα στους Βενιζέλους. Κερί αναμμένο στο ξωκλήσι. Φρουτοχυμοί στην Όστρια. Μετά το κόψαμε και πηγαίναμε στην Κουκουβάγια. Πιο καινούριο. Ο νέος είναι ωραίος - κι ο παλιός αλλιώς. Κνωσός. Μεγαλείο. Περηφάνια. Παραμύθι. Αριάδνη και Μινώταυρος. Η Πεντάμορφη και το τέρας. Πού ξέρεις;  Κι ο Ερωτόκριτος να τραγουδά στην Αρετούσα. Κάθε στίχος ηλεκτροσόκ. Ξυλούρης. Ερωτόκριτος με τη φωνή του. Έχω φύγει. Έφυγα. Εγώ....

Βόλτες στα πλακόστρωτα της παλιάς πόλης στα Χανιά. Βήμα βήμα τα σοκάκια τα 'μαθες πια απ' έξω κι ανακατωτά. Βουτιές στα Φαλάσαρνα. Ανεμοθύελλες στην Παλιόχωρα. Σινεμά στον Κήπο. Γιασεμί παντού. Είχα ποτίσει. Βαρκάδα στον Πλακιά. Έχει πανσέληνο. Σούγια και Λουτρό. Κιθάρες ως τα ξημερώματα. Συναυλίες στην Τάφρο. Συναυλία στον Φιρκά. Θαρρώ του Μητροπάνου ήτανε. Λύγισε εκείνος. Στην αγκαλιά μου λύγισε κι έκλαψε. Ίδιος ο Ψηλορείτης. Μα έκλαψε. Εκεί στο λιμάνι. Σε σένα έκλαψε για τον αποχαιρετισμό, για το χωρισμό. Λίγα χρόνια μετά έκλαψα κι εγώ στο ίδιο σημείο για εκείνον. Εγώ....

Κολυμπάρι. Μοναστήρι. Καμάρι. Η θεία Χρυσάνθη γριά στο ασπρισμένο πεζοδρόμιο. Δεκαπενταύγουστος. Γιορτή. Η μάνα μου περπάταγε σ' αυτούς τους δρόμους κάποτε. Σ' αυτά τα άγρια νερά κολύμπαγε. Μου 'δείξανε και το σπίτι της. Προσπάθησα να τη φανταστώ. Τόπος μου και αυτός και θέλω να τον χορτάσω. Ποτέ δεν έχω αρκετό χρόνο εγώ. Εγώ....

Θέρισσος. Επανάσταση. Ανάσταση. Βενιζέλος. Πολλές στροφές. Πορτοκαλιά χρώματα στην ατμόσφαιρα, προχωρημένο απόγευμα. Πράσινο. "Πωλείται μέλι" στο δρόμο - σήμερα πωλείται γη μόνο, real estate που λέμε. Φτάνεις στο χωριό. Κοτέτσια και μαντριά. Ταβέρνες. Εκκλησία μεγάλη και πιο πέρα μια πιο μικρή. Βάφτιση. Της κόρης μου. Εκεί. Κι εγώ καμάρωνα και μεγάλωνα κι άλλο εγώ. Εγώ.....

Θα μπορούσα να γράφω ώρες για την Κρήτη και πάντα να 'χω κάτι καινούριο να πω. Πόσα είπα και πόσα δεν είπα. Πόσα ξέχασα και πόσα θυμάμαι. Και πόσα θα 'χω ακόμα να λέω. Για την Κρήτη. Εγώ. Η Κρήτη. Εγώ....



υγ: Πριν λίγες μέρες, στις 25 του Μάη, ήταν τα γενέθλια του Σ. Εκείνη την ημέρα προσποιήθηκα πως το είχα ξεχάσει. Για να μην είμαι συνέχεια βουρκωμένη και κατηφής. Ξέρω ότι σήμερα έγραψε αυτό το κείμενο με αφορμή εκείνον. Αν ζούσε σήμερα θα ήταν 58 χρονών. 


Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Ένα τραγούδι...

...είναι αρκετό για να σε ταξιδέψει. Να σε πάρει μακριά. Σ' άλλο τόπο. Σ' άλλη εποχή. Σ' άλλη διάσταση. Σ' άλλο ρόλο. Σ' άλλα θέλω -

- ...τι θέλω τι;...

-δίχως πρέπει. Γιατί να πρέπει δηλαδή αν δε θέλουμε. Γαμώτο. Έτσι εγκλωβιζόμαστε. Πνιγόμαστε στο πρέπει. Κι εγώ που τα γράφω αυτά περιτριγυρίζομαι από "πρέπει" και τα επιβάλλω κιόλας. Δε μπορώ με πρέπει, δε γίνεται χωρίς. Κι έτσι πνίγομαι ακόμα πιο πολύ...

Ένα τραγούδι είναι αρκετό για να σε βάλει στον κόσμο του. Κι εγώ εδώ στο μικρό μου γραφειάκι με τον θαμποκόκκινο τοίχο στην πλάτη και τα υγρά τζάμια απ' την καταιγίδα του Μάη έτυχε ν' ανοίξω το fb και να δω ένα τραγούδι που μου έστειλε ο Μ., ο δικός μου ακριβός μου Μ., να το βάλω να το ακούσω και να ...φύγω! Τι σύμπτωση! Λέγεται "φθινοπωρινά φύλλα" και το ακούω σήμερα που αν και Μάης θυμίζει φθινόπωρο. Δεν το άκουσα ούτε χτες, ούτε προχτές. Σήμερα ήρθε και με βρήκε. Πρέπει να το μοιραστώ. Βάλσαμο ψυχής. Κλείνω τα μάτια και φεύγω....

Since you went away the days grow long....but I miss you most of all my darlin' when autumn leaves start to fall....

http://www.youtube.com/watch?v=Gk20o_-LZn8&feature=player_embedded#at=236

υγ: Μ. ευχαριστώ....





Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Δε μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου {Part 6} – (to be Continued)


Τι να κάνω που δε μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου… Κρύβομαι, σου κρύβομαι, -αλλά από μένα δε μπορώ να κρυφτώ….
Αποφεύγω να σε κοιτάω στα μάτια. Θα καταλάβεις. Θα με καταλάβεις. Με ξέρεις τόσο καλά – και δεν το ξέρεις. Όταν το κατάλαβα εγώ, τρόμαξα. Σε φοβήθηκα – σε ερωτεύτηκα πιο πολύ το επόμενο δευτερόλεπτο. Και τώρα φοβάμαι πιο πολύ.
«Δε μπορώ να πάρω τα μάτια σου από πάνω μου». Θυμάσαι όταν το πρωτακούσαμε μαζί; Για την ακρίβεια σου έβαλα εγώ να το ακούσεις. Δεν το ήξερες κι ας είχε ήδη παλιώσει. Κόλλησες με τη μία. Οδήγησες 600 χιλιόμετρα με αυτό το τραγούδι στο repeat. Κι εγώ από δίπλα. Να ‘ξερες τι μου ‘κανες τότε. Δε μπορούσα όμως να σε κοιτάξω όπως έλεγε το τραγούδι. Όμως σε ένιωθα. Σε μύριζα παντού. Δε μίλαγες πολύ για να ακούς το τραγούδι.  Πού και πού μου έλεγες πως λατρεύεις το τσέλο. Όπως κι εγώ. Μετά συνέχιζες να οδηγάς στη σιωπή. Κι εγώ δίπλα σου. Σε απελπισμένη ακινησία γιατί δε μπορούσα να σου χαϊδέψω τα μαλλιά, ούτε να σε φιλήσω.
«Δε μπορώ να πάρω το μυαλό μου από εσένα». Αλλιώς «σε σκέφτομαι συνέχεια». Έτσι λέει το τραγούδι παρακάτω. Δεν ξέρω αν σε σκέφτομαι συνέχεια. Σε σκέφτομαι όμως πολύ. Κι όταν σε σκέφτομαι λάμπω. Σε καμαρώνω. Σε προσέχω. Σε θαυμάζω. Σ΄ αγαπάω. Βουβά. Με στόμα που ξεραίνεται όταν μ’ αγκαλιάζεις μες στον ενθουσιασμό σα συναντιόμαστε, όταν θες να μου πεις κάτι σπουδαίο που σου συνέβη κι εγώ θέλω τόσο να αγγίξω  τα χείλη σου με τα δικά μου και να σε αγκαλιάσω με την άχαρη μου αγκαλιά – θα με μάθεις να αγκαλιάζω ποτέ ;– αλλά μένω σε στάση ακαμψίας  χαμογελώντας με ενθουσιασμό.
Σε είδα πριν δέκα μέρες. Πότε θα ξαναβρεθούμε άραγε; Πάλι λείπεις. Και μετά θα ξαναλείπεις. Κι εγώ θα ξεμείνω εδώ. Στο στριμωγμένο εδώ. Το εδώ μου. Θα στέλνεις tweets απ’ το ταξίδι και μετά απ’τ’ άλλο το ταξίδι κι εγώ θα έχω κολλήσει στο pc και τις ατάκες σου και θα προσπαθώ να σε φανταστώ. Όπως και τώρα. Όπως κάθε μέρα τώρα τελευταία δηλαδή….
Θα ξαναβρεθούμε όπως πάντα με την πρώτη ευκαιρία. Και για μένα και για σένα. Μόνο που εγώ δε βρω ποτέ την ευκαιρία να σου μιλήσω, να σε κοιτάξω βαθειά, να σου δείξω την αλήθεια μου που γεννήθηκε την ώρα που σε πρωτοείδα και πέρασε διάφορα στάδια ανάπτυξης και κορύφωσης. Τώρα είναι στη φάση της κορύφωσης – εδώ και χρόνια δηλαδή- και προσωπικού μου μαρασμού. Η φωνή σου με διαπερνά και το κεφάλι μου καίει σαν σε ακούω. Θέλω να σε ακούω. Να μου μιλάς για τις αγωνίες σου, να φλυαρείς, να θες να μου μιλήσεις. Δε με νοιάζει. Πες ό,τι θες αρκεί να σε ακούω. Έτσι είναι οι φίλοι άλλωστε, έτσι λες. Κι εσύ με ρωτάς. Με ρωτάς με αληθινό ενδιαφέρον. Συνήθως έχω λίγα να σου πω γιατί με σένα χάνω και τα λόγια μου. Είσαι το κέντρο μου. Το κέντρο των πάντων. Κι εγώ το απόκεντρο. Έτσι ήταν, έτσι θα ‘ναι.
Σε πήγα στο αεροδρόμιο τις προάλλες. Στο τελευταίο σου ταξίδι δηλαδή. Σου είπα ότι δεν είχα δουλειά και ότι ήθελα να το συνδυάσω με μια βόλτα στο ΙΚΕΑ. Ψέματα σου είπα. Πνιγόμουνα στη δουλειά. Έριξα κι έναν απίστευτο καβγά με τον ανώτερό μου γιατί άργησα να πάω στο γραφείο. Του είπα απλώς ότι δε χτύπησε το ξυπνητήρι και ότι δε θα ξανασυμβεί. Όμως είχα κερδίσει μια ολόκληρη ώρα μαζί σου. Κι ας μίλαγες συνέχεια στο κινητό για τις τελευταίες προ ταξιδιού σου εκκρεμότητες. Είχες το χέρι σου στον ώμο μου, έψαξες το ραδιόφωνο και βρήκες το Bacciami Ancora κι άρχισες να το σιγοτραγουδάς. Μου είπες για το αυτοκίνητο που θα ‘θελες να έχεις, ότι μου πήγαινε το λευκό πουκάμισο που φορούσα και πριν μου πεις αντίο μ’ έσφιξες στην αγκαλιά σου για να μου πεις ευχαριστώ. Και μετά ήρθε το αντίο. Κι ένα φιλί μαζί. Ένα σου φιλί δυνατό και με διάρκεια δυο – τριών δευτερολέπτων. Πήρες τη βαλίτσα και το λαπτοπ και μπήκες στο αεροδρόμιο. Σε κοιτούσα να χάνεσαι και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν το Bacciami Ancora….

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Πυρετός κρυφός...

...
- σε σιγοκαίει.....

Με σιγοκαίει. Με κατακαίει. Με τυφλώνει. Με σωπαίνει - και θα σκάσω! Μας σωπαίνει. Μας κρατάει. Δεν περνάει....

- Πονάει;

Αν πονάει...;χα! Απλώς το συνήθισα. Και ξέμαθα πως είναι αλλιώς...

- Τι αλλιώς; Πώς αλλιώς;

Υπάρχει το αλλιώς; Χα! Αλλιώς. Χωρίς το "κρυφό" και το κρυμμένο. Με τον πυρετό να σε καίει και να ιδρώνεις, να λιώνεις και μετά να καθαρίζεις, να ανασαίνεις, να ξαναγεννιέσαι. Γιατί αυτός ο πυρετός, ο φανερός, στο φεύγα του σ' αναζωογονεί...ευλογία είναι όχι αρρώστια.

- Μάζεψες πολλούς αρρώστους γύρω σου....

Ναι. Δε θέλω άλλους. Δε θέλω άλλο. Δε θέλω ούτε μένα έτσι πια....



http://www.youtube.com/watch?v=5QikmL5wI1Q

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Το δικό σου το μαράζι...

Το δικό σου το μαράζι θα με φάει, πάει χαμένη η ζωή μου τώρα πάει...


Πώς μου 'ρθε τώρα αυτό;

- Έλα ντε....!

Τι ωραίο...τι απλό και καθαρό...χωρίς περίσσια λόγια και στολίδια....λίγα λόγια και σταράτα, που λένε....!

- Κι έχουν δίκιο βέβαια.

...κι αν στα χέρια σου εγώ τόσα βάσανα τραβώ, να 'χεις χάρη μάγκα που σε αγαπώ.


Αυτό το post δε θέλει πολλά λόγια λοιπόν. Για να 'ρθε να με βρει απόψε, κάποιος λόγος θα υπάρχει. Γιατί τα πάντα γίνονται για κάποιο λόγο και με κάποια αφορμή.

- Κι εγώ κι εσύ;

Εγώ κι εσύ...... μαζί....μακριά και από κάπου ν' ακούγεται αυτό.....

http://www.youtube.com/watch?v=gi1rLDDmhTg


υγ....και να 'μαστε λίγο μεθυσμένοι ;-)

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Γέννησης memoriam....

Kι ενώ γύρω μου απλώνονται ευχές - τι ωραίο που είναι αυτό - εγώ σήμερα θέλω να κρυφτώ....


http://www.youtube.com/watch?v=Ztp0BPrdu_o

υγ happy birthday to me...

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Αποχαιρετισμός {Part 5} -To Be conTinued..........

Εκείνος να φεύγει από το σπίτι. Το σπίτι του. Να το κοιτάζει με μάτια μεγάλα. Με μάτια θλιμμένα. Έκλαιγε από μέσα του, το ξέρω. Το ήξερα και τότε. Έκανα πως δεν το καταλάβαινα. Το στομάχι μου κόμπος. Άλυτος - από τότε ίσως....

Εκείνος να φεύγει από το σπίτι. Με μια αχτίδα ελπίδας ότι θα τα καταφέρει. Μια αχτίδα μόνο που χανόταν την επόμενη στιγμή πίσω από το σύννεφο της αρρώστιας. Αυτό το μαύρο το καταραμένο σύννεφο που είχε κατσικωθεί πάνω από το σπίτι μας έξι μήνες. Έξι ολόκληρους μήνες. Αυτό το μαύρο κωλοσύννεφο που είχε θολώσει το βλέμμα του κι είχε στοιχειώσει τα όνειρά του. Δεν ήταν ύπνος αυτό που έκανε. Πάλη ήτανε. Με τα φαντάσματά του. Κι άλλοτε ήταν απλώς αποτέλεσμα εξουθένωσης. Εκεί που δεν πάει άλλο δηλαδή...

Εκείνος να φεύγει από το σπίτι. Με μένα. Εγώ να τον οδηγώ. Πού; Ούτε κι εγώ ήξερα...Ήθελα να πιστέψω, ήθελα να ελπίσω, αλλά βαθειά μέσα μου ήξερα. Κι ήξερε κι εκείνος. Δυστυχώς. Είχε από καιρό πάψει να είναι αγέρωχος και τσαμπουκάς. Κι εγώ το ίδιο. Το αγέρωχο δεν το 'χα ποτέ. Αλλά το τσαμπουκάς....Είχε από καιρό πάψει να βλέπει μακρυά και να 'ναι στήριγμα. Είχε μπει ο φόβος μέσα του. Και τον είχε παραλύσει. Μαζί του κι εμείς. Όλοι εμείς. Πάντα εμείς. Κι εκείνη πιο πολύ. Και τότε είναι που νιώθεις πως μεγάλωσες και πως γίνεσαι γονιός του γονιού σου.

Εκείνος να φεύγει από το σπίτι και να το αποχαιρετά. Με τα μάτια του. Να το κοιτάει καρφωμένος να το χορτάσει. Να βλέπει τις δυο του καμινάδες, τα παραθυρόφυλλα του γραφείου του κλειστά, την πόρτα της κουζίνας μισάνοιχτη, την πόρτα της αυλής ορθάνοιχτη, τα παντζούρια του υπνοδωματίου τα ταλαιπωρημένα, το αμαξάκι το μικρό το δεύτερό του που τόσο είχε βολευτεί αραγμένο, το σκυλί του να τον κοιτάζει μαραμένο και την μάνα μου να στέκεται εκεί τσακισμένη και δυνατή ταυτόχρονα. Κολώνα. Κορώνα. Κι εγώ τον έβαλα στο μαύρο αυτοκίνητο και τον πήρα μακριά. 

Με το που μπήκε μες στο αμάξι έκλεισε τα μάτια. Κουβέντα δεν είπε σε όλη τη διαδρομή ως την Αθήνα, ενώ εγώ φλυαρούσα διαρκώς και κατ' εξαίρεσιν...Με έπνιγε η σιωπή. Ήθελα να ουρλιάξω. Δε μπορούσα. Οπότε μίλαγα ακατάπαυστα. Μέχρι που φτάσαμε. 

Φτάσαμε. Παίξαμε. Χάσαμε.... Άνιση μάχη, βάρβαρος ο αντίπαλος. 
Ο πατέρας δεν ξαναγύρισε στο σπίτι...Το βλέμμα του εκείνη τη μέρα ήταν αποχαιρετισμός.

υγ:Είναι κάτι στιγμές, όπως τούτη εδώ, που φτάνουμε στα μέσα του Απρίλη και στο Πάσχα σιγά σιγά και λίγο μετά έρχεται ο Μάης - Μάης ήταν.. - που έρχονται στο νου μου όλες αυτές οι εικόνες. Είναι στενάχωρες, αλλά και βαθειά ουσιαστικές οι στιγμές και οι μνήμες που θα κουβαλάω από εκείνο το γκρίζο ανοιξιάτικο πρωινό πάντα. Και για πάντα.....


Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Η Ελευθερία-ελευθερία μας....



Μου ζητήθηκε να γράψω ένα κείμενο για την Ε. κι ένα συγκεκριμένο της project (την μπάντα των τεσσάρων) στα πλαίσια της επαγγελματικής μου ιδιότητας. Το παραθέτω. Της το χρωστάω - όπως και τόσα άλλα....

Μια Ελευθερία μοναδική



H Ελευθερία Αρβανιτάκη. Στη σκηνή. Μόνη. Χωρίς τη σύμπραξη κάποιου άλλου ερμηνευτή. Με τέσσερις, μόνο,  σπουδαίους μουσικούς συνοδοιπόρους της σε αυτό το μοναδικό μουσικό ταξίδι. Γιατί στην παράσταση αυτή που κρατάει δυο ώρες περίπου η Ελευθερία τα «λέει όλα».

Η Ελευθερία Αρβανιτάκη μια «μάγισσα» πάνω στη σκηνή. Εκείνη να τραγουδάει και να σωπαίνει τους πάντες και τα πάντα. Γιατί από αυτή την παράσταση δε θέλεις να χάσεις λεπτό. Είναι η Ελευθερία- ελευθερία μας. Χωρίς πολυπλοκότητες ενορχηστρωτικές, χωρίς ηλεκτρισμό και λούπες. Με τη φωνή της να απλώνει και να ξεδιπλώνει τα μεγάλα της, πραγματικά, τραγούδια, χωρίς χρονολογική σειρά αλλά δίχως να αφήνει καμιά της στιγμή απ’ έξω. Γιατί η Αρβανιτάκη είναι τόσα πολλά:
Είναι η φωνή μας στις κατάδικές μας στιγμές, αλλά και το σύνθημα από το οποίο κρατιόμαστε στα δύσκολα – όπως τώρα. Είναι το λαϊκό συναίσθημα, εκείνο που το ξέρουμε από πάντα, αλλά και το άπιαστο, εκείνο που σε μαγεύει και δε μπορείς να το φτάσεις. Είναι η φωνή των ποιητών του χθες αλλά και του σήμερα. Είναι το τσιφτετέλι, αλλά και τα λάτιν, τα τζαζ και τα ποπ τραγούδια που με τη φωνή της κάναμε δικά μας. Είναι τα λόγια τα «δύσκολα» που διάλεξε να ερμηνεύσει και τα αιώνια θέματα – πηγές έμπνευσης των δημιουργών με τα οποία καταπιάστηκε – μοιραία – κι εκείνη με το δικό της ξεχωριστό τρόπο. Είναι η φωνή της που μας κόβει την ανάσα. Γιατί αυτό κάνει η τέχνη: σου κόβει την ανάσα. Και η Αρβανιτάκη είναι σπουδαία καλλιτέχνης. Και αυτή η παράσταση είναι μια σπουδαία της στιγμή.

Η Ελευθερία στη μέση της μικρής μπάντας που την αγκαλιάζει κυριολεκτικά, καθώς οι μουσικοί γύρω της στήνονται σε ημικύκλιο. Τύμπανα από τον Αλέξανδρο Κτιστάκη, πιάνο αλλά και πλήκτρα από το Γιάννη Κυριμκυρίδη, ακουστική και κλασική κιθάρα, πού και πού μπάσο, από τον πιο μεγάλο της παρέας και σπουδαίο μουσικό Δημήτρη Μπαρμπαγάλα,  πότε λαούτο πότε ούτι, πότε τζουράς και πότε μαντολίνο από το δεξιοτέχνη Θωμά Κωνσταντίνου. Ο ρόλος του ενορχηστρωτή μοιράζεται ανάμεσα στους τέσσερις. Κανείς δεν είναι «αρχηγός» και ταυτόχρονα είναι όλοι αρχηγοί στην τέχνη τους. Κι εκείνη στην μέση, εύθραυστη και ταυτόχρονα τεράστια, να τους εμπνέει και να τους οδηγεί. Κι ας λέει χαριτολογώντας «πως είναι η τραγουδίστρια αυτής της μπάντας».

Η Ελευθερία Αρβανιτάκη στη σκηνή με τέσσερις μουσικούς σε μια δίωρη παράσταση γεμάτη μεγάλα τραγούδια, σε μια παράσταση που μπορεί να της λείπουν κάποιοι τίτλοι, αλλά σίγουρα δεν της λείπουν οι μεγάλες στιγμές. Σε μια παράσταση με μια Ελευθερία μοναδική. 


Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Ne me quitte pas...

Ξύπνησα με τη γνωστή αίσθηση ατονίας και σκοτεινιάς.

- Δε θα 'πρεπε...

Δε θα 'πρεπε....Δευτέρα σήμερα. Δευτέρα του Απρίλη - ο μήνας μου, η εποχή μου κι ένας τσαχπίνης ήλιος να μου κλείνει το μάτι αγουροξυπνημένος...Δε θα 'πρεπε αλλά έτσι είναι. Δεν ανοίγω παράθυρα. Προτιμώ το λίγο φως που μπαίνει απ' τις γρίλιες.

- Ne me quitte pas....

Ναι, μ' αυτό ξύπνησα στ' αυτιά μου. Το ξέρεις. Όλα τα ξέρεις εσύ. Όλα και τίποτα μαζί. Έτσι, πάντα, των άκρων. Ή του ύψους, ή του βάθους. Ή θα πλατσουρίζεις στα ρηχά ή θα χάνεσαι στα βάθη της θάλασσας εκεί που δε φαίνεται ο βυθός κι το χρώμα της θάλασσας σκουραίνει.

-Mάλλον στα βαθειά πηγαίνεις πιο συχνά....

Στα βαθειά...ναι. Εκεί που αφήνεις πίσω σου τα πάντα και τους πάντες και χάνεται το βλέμμα σου στο απέραντο του ορίζοντα. Και βάζεις με το νου σου ό,τι θες! Χαμογελάς μόνος σου, σιγοτραγουδάς, βλέπεις σκήνες που έχεις ζήσει και στήνεις καινούριες. Έχεις αφήσει πίσω σου το θόρυβο της παραλίας και τα πηγαδάκια εντός θαλάσσης κι είσαι αλλού...

- Τι πρωτότυπο! Για το "αλλού" λέω....

Ναι, ναι κι αυτό το ξέρεις εσύ. Αλλού. Έτσι ξεφεύγω συχνά. Η άμυνά μου, η ασπίδα μου, η αναπνοή μου όταν πνίγομαι.

- Τραγούδι άλλαξες; Ή ακόμα στα ίδια;

Στα ίδια. Μόνο που το μπλέκω με την αγγλική του βερσιόν: If you go away.... Αφού κολλάω, το ξέρεις. Βρίσκω ένα τραγούδι -ή με βρίσκει - και μου γίνεται εμμονή. Άσε που έχω βρει μια εκτέλεση της Dusty Springfield που μπερδεύει τα αγγλικά με τα γαλλικά κι έχω πωρωθεί.Έχω πωρωθεί κι έχω κολλήσει στο σπίτι. Αν με ρωτήσει κανείς, δε θέλω να πάω πουθενά σήμερα. Πουθενά και να δω κανένα. Θα 'θελα να κλειστώ σπίτι χωρίς τηλέφωνα, κουβέντες, χάδια.

- Μα δε μπορείς! Σε περιμένει.....

Εννοείται πως δε μπορώ γι' αυτό το λέω τώρα. Μήπως και ξεθυμάνει - μα δεν πιάνει...

Θα πιω την τελευταία γουλιά καφέ, θα ανοίξω το παράθυρο να μπει δροσερός φρέσκος αέρας, θα βάλω τα σταράκια μου κι ένα καινούριο κολιέ για ν' αλλάξω διάθεση και θα φύγω....θ' αφήσω το κομμάτι να παίζει όμως στο repeat στο σπίτι...θα 'ναι σα να 'μαι πίσω...ίσως και να 'μαι....Ne me quitte pas.....

Καλημέρα - καλή βδομάδα

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Ανάμνηση συνενοχής

Είναι 5 παρά είκοσι το απόγευμα. Έχω απλωθεί στον καναπέ. Χαζεύω σαπουνόφουσκες στην τηλεόραση. Εκείνη λείπει - δεν ξέρω πώς κι έτσι, αλλά λείπει - κι εσύ κοιμάσαι. Κανείς δε θα μου βάλει τις φωνές που δε διαβάζω. Τι να διαβάσω δηλαδή...Εγώ διαβάζω τα βράδια μου, αυτά που θέλω κι αυτά που μου μιλάνε. Όλα τα άλλα τα αποστηθίζω και δει πολύ εύκολα. Με τη μία! Κι είμαι τυχερή!
Είναι άνοιξη και δε βλέπω την ώρα να βγω βόλτα με το παπάκι δήθεν για να πάω φροντιστήριο. Η αλήθεια είναι ότι θέλω απλώς να τριγυρίσω στις εξοχές με το παπί και το γουώκ-μαν στ' αυτιά. Ναι, από τότε - από πάντα μάλλον - η μουσική μαζί μου. Κι εντός μου.
5 παρατέταρτο κι εγώ αραχτή με τα μαύρα μου σταράκια πάνω στον καναπέ. Ναι, εκείνη λείπει σίγουρα. Κι εκείνος ξυπνάει σε ένα τέταρτο. Έχω χρόνο ακόμα. Η Τ είναι κάπου μέσα, δε με απασχολεί. Και τα μικρά; Πού να 'ναι; Μάλλον μ' εκείνη, ναι σίγουρα μ' εκείνη. Οι σαπουνόφουσκες συνεχίζουν κι είναι μπροστά στα μάτια μου, αλλά δεν είναι κιόλας. Βάζω το χέρι στην τσέπη. Έχω- δεν έχω 200 δραχμές, φτάνουν-δε φτάνουν για βενζίνη κι ένα φραπέ - ναι , τον ξέρουμε τον φραπέ και τον πίνουμε κρυφά γιατί "δεν κάνει στην ηλικία μας να πίνουμε καφέ". Ε και; Κι αν δεν κάνει; Εμείς εκεί. Και κανά τσιγάρο στη ζούλα μαζί με όλους κι ας μην κάνει. Πάντα το απαγορευμένο είναι πιο γλυκό κι η ώρα που καταπατάς το πρέπει είναι ώρα μεγάλης απόλαυσης, σχεδόν ηδονής. Και τότε και τώρα και για πάντα.
Κι εκεί που η "κορυφογραμμή τσακώνεται με το αγκάθι" μπροστά στα μάτια μου (άκου τώρα...!) τον βλέπω να μπαίνει στο καθιστικό! Μα, είναι παρά δέκα ακόμα, πώς και σηκώθηκε; Γαμώ το! Με κοιτάζει και κοντοστέκεται. Έχει δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Εγώ κατεβάζω τα πόδια μου και μαζεύομαι. "Διάβασα" του λέω κι ας μη με ρώτησε. "Δεν είχαμε πολλά....". Με κοιτάει και χαμογελάει. "Η μάνα σου λείπει;" μου λέει. Κουνάω το κεφάλι καταφατικά. "Άπλωσε τα πόδια σου τότε, τώρα που δε σε βλέπει κανείς" μου λέει συνωμοτικά και χαμογελάει και μπαίνει στην κουζίνα για να φτιάξει καφέ.
Μ' αυτό το χαμόγελο ξύπνησα σήμερα κι αυτή τη γλυκιά συνενοχή μέσα στην απλότητα μιας καθημερινότητας και σε μια αθωότητα που θέλω να πιστεύω ότι δεν έχει χαθεί για πάντα.

Καλό μήνα..................


Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

So, you're leavin'... {Part 4 - To Be conTinued}

Φεύγεις. Σε 9 ώρες και 58 λεπτά. Φεύγεις. Με φίλησες χτες και μου 'πες αντίο. "Θα τα πούμε σε δυο βδομάδες" είπες. Δυο βδομάδες! Πού να 'ξερες...Δεν ξέρεις. Δε θα μάθεις ποτέ. Περάσαμε το βράδυ μας χτες μαζί. Όπως τόσα βράδια. Αλλά και τόσα απογεύματα και τόσες νύχτες "ως τα χαράματα" - δε γίναν' θαύματα....Πάντα μαζί, πάντα κολλητοί. Αυτοκόλλητοι - γιατί; Ξέρω πως μυρίζει η ανάσα σου και πώς το κορμί σου. Ξέρω πώς μυρίζει το άρωμά σου σένα. Σε μένα πάνω γίνεται πικρό. Σε σένα γίνεται μαγνήτης - κι εγώ το θύμα. Ξέρω πώς πίνεις τον καφέ σου και πόση ζάχαρη θα σου βάλω ακριβώς ανάλογα με το φλιτζάνι ή την κούπα. Ξέρω ακόμα και πώς βάζεις και καφέ και άσπρη ζάχαρη για να είσαι στην απόλυτη απόλαυση αυτής της συνήθειας. Ξέρω την ώρα που τα μάτια σου αρχίζουν να βαραίνουν γιατί η κούραση σε νικάει κι έρχεται η ώρα του Μορφέα. Με το που σε ακούω στην άλλη γραμμή καταλαβαίνω αν χαίρεσαι ή αν κάτι σου έχει συμβεί. Ή ακόμα κι αν έχεις απλώς νεύρα. Ξέρω. Σε ξέρω. Κι εσύ με ξέρεις. Ως εκεί που θέλω να με μάθεις.Δε θέλω να μάθεις.

Φεύγεις. 9 ώρες και 51 λεπτά μετά. Κι εγώ σκέφτομαι την απουσία σου από τις μέρες μου και μαραίνομαι. Και αδειάζω. Δεν είναι ότι σε βλέπω κάθε μέρα. Κι όμως είναι σα να 'σαι κοντά μου όταν είμαστε στην ίδια πόλη. Είναι η ψευδαίσθηση ότι θα έρθω να σε συναντήσω ανά πάσα στιγμή. Κι ας μη σου πω την αλήθεια μου. Μόνο να σ' έχω απέναντί μου μου φτάνει.

Φεύγεις. Για να ξεφεύγεις. Και γιατί πρέπει. Συνδυάζεις και τα δύο. Σε 8 ώρες και 52 λεπτά. Κι εγώ τι κάνω εδώ; Παραμιλάω. Έχω κι ένα μπουκάλι chardonnay που αδειάζει. Χωρίς ποτήρι. Αυτή τη δουλειά θα κάνουμε τώρα; Δε με βλέπει κανείς. Πίνω όσο θέλω. Τόσο, όσο....Πληκτρολογώ και φλυαρώ και γράφω λέξεις ασυνάρτητες - αρχίζει και πιάνει τόπο το αλκοόλ....ωραία! Αλλά δε βυθίζομαι ακόμα.

Φεύγεις. Κι εγώ κουρέλι σα να φεύγεις για πρώτη φορά. Και σα να 'ναι η τελευταία. Έχω γύρω μου ανοιγμένες τις Κυριακάτικες εφημερίδες. Διάβαζα όλη μέρα και δεν έχω συγκρατήσει τίποτα. Ναι, διάβαζα. Μηχανικά. Καμιά σχέση με ουσιαστικό διάβασμα. Προσπάθησα να απασχολήσω το μυαλό μου. Με την πολιτική επικαιρότητα. Με τα νέα της τέχνης. Με τα ζώδια και τη βαθμολογία στην Α Εθνική. Τα διάβασα όλα. Και; Αν με ρωτήσεις τώρα δεν ξέρω τίποτα. Μόνο πως σε 8 ώρες και 23 λεπτά φεύγεις.

Πάντα σε διασκέδαζε η εμμονή μου με το χρόνο, με τα λεπτά. Κι εγώ σου έγραφα στιχάκια για την εμμονή μου. Με το χρόνο. Με σένα. Με σένα. "Κι όλο εσένα θέλω μόνο..." αγαπημένο σου τραγούδι. Χτες που μου μαγείρεψες την ώρα που άνοιγες το κρασί το σιγοτραγουδούσες. Από εκείνη την ώρα το κομμάτι παίζει στο ipod του μυαλού μου κι είναι σα να 'ναι κολλημένο εκεί. Είναι κολλημένο εκεί. Έχω κολλήσει εκεί που είσαι κι εσύ. Σε 8 ώρες και κάτι φεύγεις. Δεν μπορώ να είμαι πιο ακριβής αυτή την ώρα. Παραπατάω και οι λεπτοδείκτες κινούνται περίεργα. Είναι το chardonnay που κάνει μια χαρά τη δουλειά του. Παραδίνομαι. Κλείνω τα μάτια. Για να σε βρω στα σίγουρα, εκεί που δεν βλέπει κανείς. Μόνο εγώ. Κι εσύ μαζί μου. Και δεν φεύγεις.

"Καλό μου ταξίδι μωρό...στείλε μου μήνυμα τι θέλεις να σου φέρω από το νησί...αντίο ως τις 10 του άλλου μήνα...." ξύπνησα από τον ήχο ειδοποίησης του μηνύματός σου στο κινητό μου το πρωί. Σου έστειλα ένα χαμόγελο ως απάντηση, αλλά δεν παραδόθηκε. Το έκλεισες ήδη το κινητό μάλλον. Ήθελα να σου απαντήσω "Εσένα", αλλά το έσβησα και το έκανα χαμόγελο. Ξανακλείνω τα μάτια. Ξανακλείνομαι. Αφήνομαι...10 μέρες και κάτι ως να σε ξαναδώ.





Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

H απόλυτη ισοπέδωση κι η επαναδιαπραγμάτευση εντός μας

Όλα λοιπόν flatline...Έτσι είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Όλα δεδομένα και απλωμένα στα πόδια μας. Για να πάρουμε. Για να έχουμε. Τόσο δεδομένα που μας λείπανε οι συγκινήσεις. Δεν μας έκανε εντύπωση τι θα βλέπαμε. Δεν εμβαθύναμε στο αν μας άρεσε ένα θέαμα πραγματικά ή γιατί θα έπρεπε. Κι  αν δεν μας άρεσε, so what? "Θα δούμε άλλη μέρα, κάτι άλλο"....Κι ας ήταν μάπα το φαΐ, εμείς θα ξαναπηγαίναμε γιατί το μέρος ήταν must....Κι ας υπήρχαν τα μέσα μεταφοράς, εμείς θα κατεβαίναμε στο κέντρο της Αθήνας με το αμάξι...εμ πώς αλλιώς! Αυτό είναι η ισοπέδωση. Να φεύγουν ίδιες οι μέρες, Κυριακές ή Δευτέρες.....

Γιατί τώρα τα λέω όλα αυτά; Γιατί στο όνομα της κρίσης και της επαναδιαπραγμάτευσης που πάντα ξεκινά από τη διαχείριση των οικονομικών μας, ίσως- και το ελπίζω δηλαδή - να αρπάξουμε την ευκαιρία να επαναδιαπραγματευτούμε με το μέσα μας. Εκτός από περίοδος κρίσης αυτή η περίοδος πρέπει να λειτουργήσει και ως περίοδος κάθαρσης. Χρειαζόμαστε το χρόνο με τον εαυτό μας, τον ουσιαστικό χρόνο εννοώ. Χρειάζεται να γίνουμε πιο επιλεκτικοί με αυτό που παίρνουμε όχι μόνο για το στομάχι μας, αλλά και για τη ψυχή μας. Μ' αρέσει που οι φίλοι ξαναμαζεύονται σε σπίτια. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τα ρεβεγιόν στα κλαμπ ή στα μπουζούκια άλλωστε....Ούτε τις διακοπές του Πάσχα σε κάποιο resort....Μ' αρέσει που ψάχνω αρκετά πριν διαλέξω σε ποια παράσταση θα πάω γιατί ξέρω πως δε θα μπορέσω να δω πάνω από δύο ή τρεις. Και κάθε φορά να το ευχαριστιέμαι ή να το κρίνω κατόπιν προσήλωσης κι επιλογής. Κι αυτό θα μου χαρίζει κάτι. Μ' αρέσει που βγαίνω για φαγητό πολύ πιο αραιά, αλλά πάντα με καλύτερο αποτέλεσμα και μακριά από την πιασοκώλικη δηθενίλα της μακράν νυχτωμένης δημιουργικής, fusion - του κώλου τα εννιάμερα κοινώς - κουζίνας. Τις προάλλες σ' ένα μπιστρό στα Εξάρχεια στις 5 το απόγευμα έπινα υπέροχα κρασιά κι ένα απλό πλατό τυριών με δύο καινούριες φίλες κι ήμουν ευτυχισμένη.

Το έχω ξαναπεί. Στα απλά είναι τα ωραία. Όπως εκείνη η βόλτα που έκανα με τις φίλες μου απόγευμα Σαββάτου μέχρι το Σούνιο και είδαμε τον ήλιο να χάνεται στη θάλασσα. Όπως τα γέλια που κάναμε στην συνάντηση με δυο κολλητές από το πανεπιστήμιο κι ήταν σα να μην πέρασε μια μέρα - κι ας είχαν περάσει 12 χρόνια. Όπως ένα καλομαγειρεμένο φαγητό μεσημέρι Κυριακής με την οικογένεια, τα γέλια, τα πειράγματα με τους κατάδικούς μας κώδικες. Όπως το να πηγαίνεις εκδρομή χωρίς να σε νοιάζει αν οδηγάς BMW ή Fiat Panda....Και τόσα άλλα. Σταματώ όμως εδώ. Ξαφνικά γράφοντας όλα αυτά μου ήρθε η διάθεση να ακούσω το "Κάπου υπάρχει η αγάπη μου" από την Ε. Σπεύδω ταχέως. Στο επαναγράφειν.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Εδώ στη ρωγμή του χρόνου.....

-...και του πόνου. Του χρόνου και του πόνου....


Τι πληρώνεις για να σε βρει το τέλος μέσα σε τόση μοναξιά ρε γαμώτο...Πόσοι μόνοι είμαστε τελικά; Πόσο μαζί και μόνοι;
Εννιά μέρες πεθαμένος λέει. Και δεν τον αναζήτησε κανείς; Δεν αναρωτήθηκε κανείς; 


- Την ξέρεις την απάντηση...


Δυστυχώς την ξέρω αλλά την λέω από μέσα μου. Δεν την ξεστομίζω. Τη φοβάμαι. Τη λέξη, την αλήθεια της. Ζω έντονα κι επιζητώ στιγμές μοναξιάς κι ηρεμίας. Μου λείπουν οι μοναχικές στιγμές και μερικές φορές θυμώνω με τα μικρά καθημερινά της συμβίωσης και τις απόρροιες των ρόλων που καλούμαι να παίξω. Με πιάνω ακόμα και ν' αποζητώ να φύγω ένα τριήμερο μόνη μου, εγώ κι ο εαυτός μου, με τις 24 ώρες μόνο για μένα κι όπως τις θέλω εγώ. Ξέρω όμως πως δεν είμαι μόνη, ξέρω πως έχω κάνει οικογένεια, ναι έχω κάνει μια όμορφη οικογένεια. Υπό αυτές, λοιπόν, τις συνθήκες η μοναξιά, στην κυριολεκτική της διάσταση, γίνεται γοητευτική. 


" Φώτα μεγάφωνα και στρας κι εσύ στα όνειρα γλυστράς, να βρεις πηγή να δροσιστείς, γωνιά για να ξεκουραστείς"* ....αυτό ακριβώς! Το άκουσα σήμερα και αισθάνθηκα έτσι ακριβώς. Βγαίνοντας από μια περίοδο υπερέκθεσης - για τα δικά μου τουλάχιστον μέτρα και σταθμά - τώρα αυτό που έχω ανάγκη είναι να αποτραβηχτώ για να γλιτώσω από τα οξεία συμπτώματα της αγοραφοβίας την οποία συνεχώς καταστέλλω με διάφορους τρόπους. Είμαι όμως στο όριο κι επειγόντως θέλω αποχή. Θέλω την σιωπή, την απόσταση, τα ήσυχα βράδια μου. Άδεια από φώτα, γεμάτα από εμένα κι ό,τι κι όσους αγαπώ. Γιατί χωρίς όσα κι όσους αγαπώ πού πηγαίνω και γιατί πηγαίνω τελικά;


Κι εκεί είναι η διαφορά. Άλλο να επιλέγεις να είσαι μόνος κι άλλο να σε αφήνουν μόνο. Άλλο το να λείπεις σε κάποιον κι άλλο να ξεχνάνε πως υπάρχεις. Εκεί γεννιέται ο πόνος. Και ο φόβος. Ο φόβος της μοναξιάς κι ο πόνος της λέω σήμερα εγώ. "Άντε μη φοβάσαι, που φοβάσαι, φίλος με τον πόνο να'σαι" έγραφε ο Ρασούλης και το τραγουδάμε μέχρι σήμερα. Το έλεγε κι η Ε στο Παλλάς το περασμένο Σάββατο χωρίς να ξέρει ότι εκείνος έχει ήδη φύγει. Τι τραγικό.....Τι τραγική και γεμάτη αφόρητες εκπλήξεις είναι η ζωή.


Κάθε πρωί που ξυπνάω θέλω ν' ακούσω την μητέρα μου στο τηλέφωνο. Γιατί ζει μόνη από τότε που έφυγε εκείνος. Γιατί έχει τα δικά της θέματα υγείας και την δικιά της επιβαρυμένη ψυχοσύνθεση με όλα όσα της έχουν - και μας έχουν - συμβεί. Αν δεν την βρω με την πρώτη στο ένα τηλέφωνο, παίρνω το άλλο και παθαίνω κρίση πανικού αν περάσει αρκετή ώρα και δεν με πάρει πίσω τηλέφωνο. Μια μέρα που δεν την έβρισκα πουθενά και για τρεις ολόκληρες ώρες ετοιμαζόμουν να παρατήσω τη δουλειά και να φύγω για το χωριό να δω τι συμβαίνει. Να δω τι της συμβαίνει. Κι όταν χτυπάει το τηλέφωνο άσχετη ώρα, πολύ πρωινή ή πολύ βραδυνή, πετάγομαι ιδρωμένη γιατί σκέφτομαι εκείνη. Μισώ τη μοναξιά της. Εκείνη που πάντα ήθελε την πόρτα του δωματίου της ανοιχτή για να νιώθει την βαβούρα μας κοντά της....


Εννιά μέρες ταξίδι και κανείς δεν πήρε χαμπάρι....κανείς δεν τον αναζήτησε. Προσπαθώ ακόμα να συνέλθω από το σοκ της συνειδητοποίησης της είδησης και της ουσίας της. Κι όταν σκέφτομαι πως μιλάμε για κάποιον που έχει δώσει σε γενιές ολόκληρες τόσα πολλά με τα τραγούδια του εκεί φτάνω σε σημείο φρίκης. Την ίδια στιγμή μπαίνω σε τριπάκι προσωπικής αγωνίας μην μείνω μόνη. Έτσι μόνη. Χωρίς κανένα να με αναζητά.


Ουφ, νιώθω να βαραίνω από όλες αυτές τις σκέψεις. Πλησιάζει κι η πανσέληνος την Παρασκευή....Ψάχνω τα δισκάκια μου ν 'ακούσω κάτι να ταξιδέψω την αγωνία μου. Και πέφτω πάνω σ' αυτό ...


"Πολλοί ορκίστηκαν πως μ’ αγαπήσανε
γιατί κατάλαβαν ποιος είμαι τάχα
και σαν τους πίστεψα μ’ εγκαταλείψανε,
ανάγκη μ’ είχανε, αυτό μονάχα...."



Είναι κι αυτό δικό του. Του Ρασούλη. Πού να 'ξερε πόσο αληθινός θα έβγαινε.....


Καλό του ταξίδι....






(*το στιχάκι αυτό είναι του 'Αλκη Αλκαίου, αλλά θα μπορούσε να 'ναι και δικό του...)







Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

It will always be your birthday............



Είναι η 4η φορά που δε μπορώ να σου πω "χρόνια πολλά" και να μου πεις ευχαριστώ. Ξέρω, με ακούς. Ξέρω, το νιώθεις. Δεν το νιώθω όμως εγώ να μου γυρίζει πίσω όμως. Δεν πειράζει. Έτσι είναι, έτσι θα είναι....

Ήταν το '89 ή το '90. Τέτοια μέρα πάλι, τα γενέθλιά σου. Γιόρταζαν κι οι Θόδωροι την ίδια μέρα, αλλά για μας το σημαντικό ήταν ότι γιόρταζες εσύ. Δεν ήθελες να γιορτάσεις, ούτε να οργανώσεις τίποτα. Αλλά θέλαμε εμείς. Σου ετοιμάσαμε την έκπληξη. Μαζί με τη μαμά, με τα κορίτσια, με τους φίλους σου. Το ότι θα είχες να πας σε επισκέψεις ήταν η τέλεια ευκαιρία. Κι εγώ μαθήτρια λυκείου το είχα πάρει πολύ σοβαρά και το είχα στήσει πολύ ωραία (ήταν η πρώτη μου παραγωγή;). Και τούρτα και μουσική - γούσταρα το ντιτζεϊλίκι - και φαγητά διάφορα, όλα τέλεια. Κι όσο έλειπες όσο μαζευόμασταν για την έκπληξη. Κι όλοι μας καμάρωναν και τις τέσσερις γι' αυτό που είχαμε στήσει. Δεν υπήρχαν κινητά τότε για άμεση ανταπόκριση, οπότε πηγαίναμε βάσει σχεδίου μαμάς. Η Τ την είχε στήσει στην γκαραζόπορτα της πίσω αυλής και μόλις είδε το μπλε κορόνα να μπαίνει μέσα έδωσε το σήμα. Τα φώτα σβήσανε. Δεν ακουγόταν τίποτα. Ακόμα κι οι πιο φασαριόζοι φίλοι σου μας είχαν υπακούσει. Μπήκες μέσα και τρελάθηκες. Η έκπληξη έπιασε κι ήμασταν τρισευτυχισμένες (μας είπες την επόμενη μέρα ότι κάτι ψιλιάστηκες με αμάξια που ήταν παρκαρισμένα κοντά στο σπίτι). Σε αγκαλιάσαμε όλες μαζί - ακόμα κι εγώ. Η δύσκολη κι ατίθαση εγώ. Η απόμακρη και φασαριόζα εγώ.
Και στήσαμε ένα πάρτυ ως τα ξημερώματα....

Ήθελα να μοιραστώ απόψε μια χαρούμενη στιγμή. Μια χαρούμενη στιγμή μιας ωραίας οικογένειας. Της δικιάς μας οικογένειας. Γιατί έχουμε περάσει πολλές στενάχωρες στιγμές και δε θέλω άλλες. Γιατί θέλω να έχουμε ωραίες αναμνήσεις κι όχι μόνο δάκρυα. Aκόμα και τις δύσκολες μέρες συναισθηματικά όπως τα γενέθλιά σου.

Να τα εκατοστήσεις λοιπόν.
Όπου και να 'σαι....





Ιt will always be your birthday...you will always be my dad....



Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Part 3...(Τι μου δίνεις να γυρίσω;) {To be continued...)

Για μένα μόνο. Γύρνα για μένα. Έφυγες και τ' άφησες όλα μισοτελειωμένα. Άλλα λίγο περισσότερο από το μισό κι άλλα - ακόμα χειρότερο - στη γέννησή τους.
Δε θέλω να σε σκέφτομαι συνέχεια. Δε θέλω να θέλω "εσένα μόνο" και "για κανένα να μη σηκώνω τώρα πια τ' ακουστικό". Θέλω να 'σαι εδώ. Να σε ξαναζώ.
Τα βράδια δε κοιμάμαι. Γυροφέρνει στο νου μου η τελευταία (μας) πράξη. "Δε γουστάρω! Δε θέλω πια!".Τα πέταξες και σκάσανε μέσα μου σαν ατομική βόμβα. To είπες κι εξαφανίστηκες.
Δε μου 'δωσες καν έναν αποχαιρετισμό με όλη του την σκληρότητα. Αυτή που σου αδειάζει το στομάχι και σου κάνει τα χείλια θεόξερα. Αυτή που σου μυρμηγκιάζει τα μηνίγγια. Που σου πλημμυρίζει τα μάτια και σου κλέβει τη φωνή. Που σε κρατάει ξύπνιο σκάβοντας μαύρους κύκλους κάτω απ' τα μάτια. Που κάνει τη σιωπή να σε καρφώνει ακόμα πιο πολύ.
Δε μου 'πες αντίο. Δε μου είπες γιατί. Κι αντί να σε μισήσω σε μεταμόρφωσα σε εμμονή. Χτυπάω το χέρι μου στον τοίχο. Δε ματώνει γαμώτο. Φοβάμαι να κάνω κάτι πιο δραστικό. Θέλω να σου μιλήσω και γυροφέρνω το τηλέφωνο. Πάω να σχηματίσω τον αριθμό σου και το πετάω με μανία στον καναπέ. Έγκαιρα ευτυχώς, δεν πρόλαβε να χτυπήσει. Καπνίζω ασταμάτητα κι η ανάσα μου αλλάζει κι αρρωσταίνει. "Θα νικήσω" σκέφτομαι και κοιτάζομαι δυο δευτερόλεπτα και μετά καταλαβαίνω ότι λέω ψέμματα. Σε μένα. Στην πραγματικότητα έχω καταρρεύσει. Πέφτω στο πάτωμα. Μάρμαρο. Ψυχρό. Απόκοσμο. Όπως ο χωρισμός.
Άλλο χωρισμός κι άλλο αποχωρισμός. Το δεύτερο έχει την αχτίδα της επανασύνδεσης. Το πρώτο είναι οριστικό.
Ας έλεγες αντίο κι ας "κρυβόσουν" εκεί. Θα 'ταν αλλιώς.
Θα μου 'λεγες πως φεύγεις και θα σου έλεγα να μην το κάνεις πριν ξαναπροσπαθήσουμε να στήσουμε τον κόσμο μας. Θα επέμενες και θα απαντούσες το κοινότυπο "είναι καλύτερα και για τους δυο μας".
Θα μου 'λεγες αντίο χωρίς φιλί και χωρίς να κοιτάξεις πίσω. Κι εγώ θα σου έβαζα ένα φιλί στο μάγουλο για ζεστασιά και συντροφιά.
Όμως δεν είπες τίποτα απ' όλα αυτά. Τα βρόντηξες κι έφυγες. Κι έμεινα πίσω άδεια κι άοπλη περιμένοντας ένα σημάδι σου. Κυλιέμαι στον καναπέ. Δεν τρώω κι η τηλεόραση είναι στο mute. Το δωμάτιο χρειάζεται αέρα όπως κι εγώ. Εγώ. Κουρέλι εγώ. Παραδόθηκα και προδόθηκα. Εγώ.
Εγώ μόνη μ' εμένα. Είναι τέσσερις τα ξημερώματα. Νομίζω επιτέλους έχω αποκοιμηθεί. Χτυπάει το κινητό μου. Είναι στη δόνηση. Βλέπω τ' όνομά σου. Ιδρώνω. Δεν το σηκώνω. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που θα σπάσει. Τρεις μέρες μετά. Δεν απαντώ. Φοβάμαι. Με ξαναπαίρνεις. Το σηκώνω.Χωρίς να σου πω το παραμικρό. Σ' ακούω κι ας μη μιλάς. Είσαι στ' αλήθεια εσύ. Ετοιμάζεσαι να μιλήσεις. Κομπιάζεις. Λες τ' όνομά μου.  "Τι μου δίνεις να γυρίσω;"..............

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Σημείο θραύσης

Έχω ξαναγράψει για το ρατσισμό. Έχω ξαναπεί πως απεχθάνομαι κάθε έκφανσή του - βεβαίως, δεν έχω την "απαίτηση" να το θυμάται κανείς...
Πριν λίγες μέρες ο Στέλιος Μάινας, γνωστός και μη εξαιρετέος, ηθοποιός με αξιόλογη καλλιτεχνική πορεία και άνθρωπος χαμηλών τόνων μακριά από το σαχλαμαρισμό του life style και της αυτο-προβολής επί παντός επιστητού, επιμένων λάτρης του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και διαμένων εκεί - στη γειτονιά με τα οικεία πρόσωπα και τις μυρωδιές που αναπνέει από παιδί κι ας μην είναι όλα όμορφα πια - δέχτηκε επίθεση από αλλοδαπούς ενώ έκανε βόλτα με το σκύλο του. Κι επειδή θέλησε να μιλήσει στο κινητό, έγινε στόχος και ξυλοκοπήθηκε. Τι ξυλοκοπήθηκε, στην ουσία γλίτωσε από βέβαιο λιθοβολισμό - ή και πολύ σοβαρό τραυματισμό εξ'αιτίας του - χάρη σε Έλληνες περαστικούς.
Σιγά που δε θα το μαθαίναμε το περιστατικό. Κι επειδή ο άνθρωπος δήλωσε πως δεν κρατάει κακία και πως δεν κυνηγάς τους κυνηγημένους - αυτό θα το συζητήσω μια άλλη μέρα - ξύπνησαν μέσα μας πάλι οι ρατσιστικές φωνές. Κρυφοί και φανεροί Καρατζαφερο-ακόλουθοι τον επέκριναν ως δήθεν και υποτίμησαν τον ανδρισμό και τη νοημοσύνη του. Μέχρι και γνωστός και μη εξαιρετέος - μεν, ανεκδιήγητος δε - τηλεπαρουσιαστής και εφημεριδοκράτωρ τον σχολίασε αρνητικά (χρησιμοποιώ κόσμια γλώσσα για τον τελευταίο κάτι που εκείνος δεν κατέχει). Στη σελίδα των φίλων του Σ.Μ. στο Facebook μαζί με σχόλια συμπαράστασης εκφράστηκαν απίστευτες ρατσιστικές χυδαιότητες. Κι αναρρωτιέμαι: είμαστε τελικά ανοιχτή κοινωνία;
Διάβασα σε ένα blog τις προάλλες κάτι που μου θύμισε ένα μάθημα που είχα πάρει στο πανεπιστήμιο για την ψυχολογία των μαζών: "Σε ακραίες συνθήκες και σε έλλειψη άλλης τροφής ακόμα και οι πολιτισμένοι άνθρωποι μπορούνε να φάνε το διπλανό τους" (πάλι ο φίλος μπλόγκερ σχολίαζε την επίθεση στον Μάινα). Ναι, οκ. Αυτό είναι. Η κρίση. Αυτό μπορεί να εξηγήσει πολλά. Αλλά μήπως το να τα ρίχνουμε όλα στην κρίση είναι το ίδιο με το να τα ρίχνουμε όλα στους Πακιστανούς, τους Αλβανούς, τους Γεωργιανούς;
Οι αξίες καταρρέουν. Η πίστη σε κάθε μορφή οργανωμένης ομάδας επίσης. Η συνύπαρξη δυσκολεύει.  Από τον μικρόκοσμο του κάθε νοικοκυριού μέχρι τα πολιτικά συστήματα, όπου οι συμπράξεις δυνάμεων μοιάζουν με τα όνειρα της Κυριακής: κρατούν "ως το μεσημέρι" (χτες διάβαζα πως η παράταξη Καμίνη στην Αθήνα είναι σε κρίση κι ότι τρεις αντιδήμαρχοι παραιτήθηκαν, ενάμιση μόλις μήνα μετά την ανάληψη της διαχείρισης του Δήμου της Αθήνας από τον υπερκομματικό και low profile πρώην Συνήγορο του Πολίτη). Κι αυτό συμβαίνει σε έναν βαθμό γιατί οι συναντήσεις και οι δεσμοί των όσων αποφασίζουν να συνοδοιπορήσουν, σε ο,τιδήποτε και για οποιονδήποτε σκοπό, είναι πιο επιφανειακοί και εξυπηρετούν σκοπιμότητες. Δε γίνεται εκ βαθέων διάλογος έτσι ώστε να εκτεθεί η διαφορετική άποψε όταν πρέπει. Κι έτσι στην πρώτη διαφωνία ή/και δυσκολία, αφού έχουμε βαφτιστεί "υπεράνω και συνοδοιπόροι" βγαίνει στη φόρα η αντίδραση του καταπιεσμένου θυμού. Κι η διαφωνία γίνεται λόγος διάσπασης κι όχι έναυσμα βελτίωσης και προόδου.
Έτσι, γινόμαστε όλο και πιο κλειστοί. Όλο και πιο προσκολλημένοι στο προσωπικό μας πιστεύω. Και όταν η ταλαιπωρία της ψυχής και του κορμιού μας μεγαλώνει, υπεραπλουστεύουμε τη λογική μας και χάνουμε την ουσία. Άρα παύουμε να είμαστε λογικοί. Γι' αυτό και η ομάδα μας, η κοινωνία μας δεν είναι ανοιχτή, δεν έχει ιδέα από τις αρχές του πλουραλισμού. Ταμπουρώνεται στις υπεραπλουστεύσεις  του στυλ "φταίει για όλα η κρίση" ή "φταίνε για όλα οι Αλβανοί" χωρίς να αναλογίζεται κανείς το προσωπικό του μερίδιο ευθύνης στο "τις πταίει".
Σημείο θραύσης. Εκεί βρισκόμαστε. Όλα χτυπιούνται με όλους και το αντίστροφο. Και δει μετωπικά.
Εγώ θέλω να αντιστέκομαι όμως. Έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή τουλάχιστον προσπαθώ. Και θέλω να βλέπω τον κόσμο μέσα από το χαμόγελο του παιδιού μου που είναι το πιο ακριβό δώρο στη ζωή μου. Όταν βλέπω λουλούδια να φυτρώνουν μες στα καμμένα, ε τότε είμαι ακόμα πιο σίγουρη ότι πάντα υπάρχει ελπίδα. Μπορεί να μοιάζει τυφλή - που λέει και το τραγούδι - αλλά πεθαίνει τελευταία.....


Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Τάσεις φυγής....

Θέλω να φεύγω. Κάτι με κάνει να θέλω να φεύγω. Εκεί που λες όλα ηρεμήσανε....

-Αυτό δεν ήθελες;

...θέλω να φεύγω. Εκεί που λατρεύω την επανάληψη της καθημερινότητας και την αίσθηση ασφάλειας, εκεί ξεκινάει η ανασφάλειά μου κι η τάση απομόνωσης. Μετά δε από περιόδους υπερπροσπάθειας, υπερέκθεσης -πάντα με τα δικά μου μέτρα και σταθμά - θέλω να κρύβομαι. Να κουκουλώνομαι κάτω από το πάπλωμα για να μην κρυώνω. Να βάζω και το κεφάλι κάτω από το πάπλωμα. Εκεί δε με βλέπει κανείς.

- Έτσι δεν κρύβεσαι, κάποιος ξέρει ότι είσαι εκεί....

Ναι, μα δεν με βλέπει. Κι εκεί είμαι ζεστά. Είμαι καλά.

Και μετά θέλω να φεύγω. Να φεύγω κι όταν είμαι μαζί. Πολλές φορές είμαι απλώς αλλού. Πού; Παντού και πουθενά. Μιλούν οι συνεργάτες μου κι εγώ εκείνη την ώρα περπατώ σε κόκκινους καμβάδες ή κολυμπώ σ' ηλιοβασιλέματα. Κυνηγώ φαντάσματα ή βλέπω στιγμές του παρελθόντος σα μικρά βίντεο κλιπ. Κατά ένα περίεργο τρόπο δε χάνω το ρυθμό της κουβέντας. Απαντώ και συμμετέχω. Και κρατώ και σημειώσεις. Απλώς, δίπλα στις σημειώσεις σχηματίζω πότε μια νότα και πότε μια καρδιά......

Αυτές τις μέρες θέλω να φεύγω, να χάνομαι. Και μιας και δε μπορώ - πάντα υπάρχουν λόγοι ανωτέρας βίας - αυτή η τάση φυγής είναι ακόμα πιο έντονη. Με κατατρώει. Πάλι κοιμάμαι άτσαλα και λίγο. Πάλι είμαι σε πλήρη ασυμφωνία με μένα. Το βλέμμα μου το νιώθω θαμπό και την ανάσα μου ανεπαρκή. Είμαι σε μια διαρκή υπερένταση κι ακόμα και σε φάση ανάπαυλας νιώθω ότι πρέπει να κάνω κάτι. Πάλι οι μουσικές δεν μου μιλάνε - εγώ που ανασαίνω μαζί τους εκ φύσεως και εκ γενετής....Πάλι αισθάνομαι ανεπαρκής. Και το χειρότερο: δεν έχω τόπο, δεν ανήκω πουθενά.

Τι θέλω τι, μήτε ξέρω τι.....


Αν έβαζα τραγούδι σήμερα. Θα έβαζα αυτό . Στο repeat.............

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Όσα θες να μου δώσεις

Kιοτεύει η σάρκα.
Δε θυμάται.
Κοιμάται.

Κάποτε ήταν ελαφρύς ο ύπνος.
Τώρα βάρυνε.
Σαν την ανάσα σου.

Ο έρωτας κι ο βυθός του.
Ο ένας αιώνιος.
Ο άλλος ανεξήγητος.

Θέλω να βυθιστώ.
Κοντά σου.
Χωρίς να μάθω παραπάνω
απ' όσα θες να μου δώσεις.


Λ.Ρ.

(Φεβρουάριος 2011, γραμμένο τις πρώτες πρωινές ώρες....)






















Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Part 2...to Be conTinued.....

"Τι ώρα έχει πάρει ρε γαμώτο...θα προλάβω να τη δω;...Όχι ρε συ! Είναι ήδη περασμένες έντεκα!"....
Πάτησε το γκάζι πιο πολύ. Πίτα. Το τερμάτισε. Άδειος ο δρόμος. Αυτή την ώρα η εθνική είναι άδεια. Κι ας έχεις να πας από Πειραιά ως την Εκάλη. Τι να το κάνεις όμως; Άργησε. Όχι λίγο. Άργησε πολύ. Έπρεπε να 'χε φύγει δυόμιση ώρες πριν. Δεν τα κατάφερε. Για άλλη μια φορά δεν τα κατάφερε. Ποτέ δεν τα καταφέρνει τώρα τελευταία. Πάντα τ' άλλα και οι άλλοι έχουν προτεραιότητα. "Μαλακίες!" σκέφτηκε κι έκοψε λίγο ταχύτητα. Είχε πιάσει κι ένα ψιλόβροχο, δεν έλεγε να τρέχει με 180. Δεν τολμούσε να σηκώσει το κινητό να πάρει σπίτι. Δεν ήθελε να ακούσει ότι πάλι δεν πρόλαβε να την ξαναδεί. 


Πώς να τον πιστέψει ότι την αγαπάει και την τιμάει όσο κανέναν άλλο στον κόσμο. Πως λαχταράει να ακούει την φωνή της καθημερινά. Πως του λείπουν οι στιγμές που κάποτε ήταν για τους δυο τους καθημερινότητα. Για τους δυο τους και για τους άλλους δύο. Πως όταν τη σκέφτεται μόνη κόβεται στα δύο. Πως θέλει να την παίρνει κάθε πρωί για να ακούει τη φωνή της να του λέει καλημέρα και να τον ηρεμεί. Πως στα ζόρια είναι εκείνη που θέλει να ακούει να τον καθησυχάζει και να του λέει πως όλα θα πάνε καλά. Πως τον καφέ του τον φτιάχνει εκείνη καλύτερα κι απ' τον ίδιον. Πώς θα 'θελε να τους επισκέπτεται πιο συχνά. Αλλά, ποιος θα τον πιστέψει; Πάλι σήμερα πήγε σπίτι τους κι εκείνος έλειπε.
Κι είναι η τρίτη φορά στη σειρά. "Γαμώτο, γαμώτο!"


Γιατί κι εκείνη να μη θέλει ποτέ να μείνει. Πάντα φεύγει το βράδυ. Πάντα με το ίδιο ταξί. Μου 'χε πει κάποτε ότι όταν γυρνάει με τον ίδιο οδηγό νοιώθει λίγο σα να τη γυρνάει σπίτι κάποιος από την οικογένειά της. Θέλει να είναι σπίτι της το βράδυ. Μόνον εκεί ησυχάζει. Είναι κι οι νύχτες της δύσκολες πια. Η ανάσα της έχει βαρύνει. Το κορμί της το ίδιο - όχι όμως κι η ψυχή της. Κάθεται και κονταροχτυπιέται κάθε βράδυ με τους πόνους της απώλειας και τους ρόγχους της απουσίας. Το χειρίζεται καλά. Ή τουλάχιστον έτσι μας δείχνει. Τη νιώθω εύθραυστη, αλλιώτικη. Είναι εκείνη η ίδια όμως. Το ίδιο μελένιο βλέμμα. Που πάντα τον ανακούφιζε και πάντα αποζητούσε. Κι όταν δεν ήταν εκεί πάντα την αποζητούσε. Κι ας καταλάβαινε ότι έπρεπε να λείπει. Μέσα του του έλειπε ακόμα πιο πολύ.


Λίγο ακόμα κι έφτασε. 12 παρά είκοσι. Πλησιάζει. Δε βλέπει το ταξί έξω από το σπίτι. Παρκάρει. Άτσαλα, αλλά δεν τρέχει και τίποτα. Ψάχνει το κινητό του. Πέντε αναπάντητες και μήνυμα. Φωνητικό μήνυμα. "Καληνύχτα αγόρι μου. Δεν σε πρόλαβα. Δε μπορούσα να μείνω άλλο. Ο μικρός μας μοιάζει στην Μαρίνα κι είναι κούκλος. Κι εγώ σ' αγαπώ πάντα πολύ. Αλλά πρέπει να φύγω. Να προσέχεις τον εαυτό σου αγόρι μου. Σε χαιρετώ. Τα λέμε πάλι σε ένα μήνα".


Ξεκλειδώνει την πόρτα κι η Μαρίνα στο βάθος χαζεύει μια ταινία μισοκοιμισμένη. "Γύρισες;" τον ρωτάει. "Περάσαμε όμορφα κι η μητέρα σου το ευχαριστήθηκε. Αλλά πάλι δε σε είδε και είμαι σίγουρη ότι της έλειψες πολύ. Και..... ...... .... "


Η Μαρίνα συνέχισε να μιλάει. Δεν την άκουγα όμως. Της έδωσα ένα φιλί στον ώμο και βυθίστηκα πλάι της στον καναπέ. "Εδώ καθόταν η Ξένια;" ρώτησα. Μου 'γνεψε καταφατικά. Ήμουν σίγουρος γιατί αισθάνθηκα τη μυρωδιά της. Έκλεισα τα μάτια κι έγινα πέντε χρονών. Με πήρε ο ύπνος αγκαλιά της. 

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Κηλίδες.....

Πρωινό Τετάρτης. Στην ησυχία του μικρόκοσμού μου αναπαύομαι. Σερφάρω, ενημερώνομαι κι ενημερώνω το δίκτυο που δημιούργησα. Ή τέλος πάντων κάτι τέτοιο. Απαντάω στα μέηλ και τα ερωτήματα που μου έχουν θέσει - πολλά δικά μου ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα....
Τσεκάρω την ατζέντα μου, θα 'ναι γεμάτη μέρα. Τουλάχιστον θα 'ναι μια μέρα όμορφη, με ωραίο φως. Βοηθάει. Αποκαλύπτει - ή και συγκαλύπτει όταν είναι πολύ δυνατό...
Ψάχνω για ειδήσεις. Μου μοιάζουν copy paste από ειδήσεις των προηγούμενων ημερών. Προσπερνάω αδιάφορα. Μόνο τα χρηστικά θέματα μου κεντρίζουν το ενδιαφέρον - πάλι απεργίες στο μέσα μεταφοράς τις ώρες που τα χρειάζομαι....Σιχτιρίζω και σκέφτομαι από τώρα τι με περιμένει στο κέντρο της Αθήνας...θα έχουν λέει και πορεία οι γιατροί....
Ουφ! Ξεκινάει η μέρα και νιώθω τόσο γήινη σήμερα. Τόσο βαριά, χωρίς πούπουλα ελαφρότητας ή ονειροπόλησης - γαμώτο!
Ψάχνω λευκή κόλλα και ξετρυπώνω τις νερομπογιές της κόρης μου. Όχι όχι... δε θα αποπειραθώ να ζωγραφίσω ξαφνικά, δεν το 'χω. Όμως να, ήθελα λίγο χρώμα. Βουτάω το πινέλο στο κόκκινο. Κι αρχίζω να το "πετάω" με γρήγορες μικρές κινήσεις σε μια σελίδα Α4. Και γέμισε το χαρτί με κατακόκκινες, ολοζώντανες κηλίδες! Τι ωραία! Μια ένταση επιτέλους! Ξαφνικά αλάφρυνα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Παίρνω τη σελίδα και την κολλάω στον τοίχο να την βλέπω. Να βλέπω τις κόκκινες κηλίδες μου και να παίρνω δύναμη. Μα σα να λείπει κάτι....Ναι....κόκκινες κηλίδες σε φόντο λευκό....Βουτάω το πινέλο στο μπλέ και το άσπρο. Τραβάω και μια γαλάζια γραμμή στη σελίδα. Την ξανακοιτάω. Πολύ καλύτερα τώρα. Το πάθος μου, το λάθος μου κι ο ουρανός μου. Γαλανός όπως ο σημερινός ουρανός στην Αθήνα. Τώρα ίσιωσα. Καλημέρα.... 

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

To Be continUed....

Δεν κοίταξε πίσω του. Καθόλου. Δεν τ' άντεχε. Θα 'χε τις τελευταίες αγκαλιές κρατημένες. Για πάντα. Έπρεπε να πει αντίο. Και να μην την ξαναδεί ποτέ. Δεν την είχε ξαναγκαλιάσει ποτέ έτσι. Τόσο δυνατά, τόσο αληθινά, τόσο πολύ. Κι όμως σήμερα αυτή η τελευταία-τελευταία αγκαλιά του φάνηκε τόσο λίγη. Τόσο απελπιστικά λίγη...Εκείνος που ποτέ δεν ήθελε πολλά. Πού όσο και να την ήθελε δε μπόρεσε ποτέ να της το δείξει στην πραγματική του διάσταση. Ούτε να της το πει...Ειδικά με τα λόγια δεν τα πήγαινε καλά. Καθόλου καλά δηλαδή. Μόνο τα μάτια του μιλούσανε. Όταν δεν είχανε φουρτούνα ή όταν δεν είχε αντηλιά. Θάλασσες βαθειές τα μάτια του. Ένα σκούρο μπλε που το συναντάς μεσοπέλαγα μόνο...Τα μάτια του.... 


Μια φορά τον είχε δει να κλαίει κι ένιωσε πως ήταν ολόιδιος ο βυθός. Ολόκληρος ο εαυτός του ο βυθός. Μέσα του κι έξω του μαζί. Τον είχε φοβηθεί τότε. Ήθελε να τον αγκαλιάσει να του πει να ξεχάσει, αλλά φοβόταν ότι θα πνιγεί κι εκείνη μαζί. Κι έφυγε. Τον άφησε κι έφυγε...


Και τώρα πάλι φεύγει. Μα γι 'αλλο λόγο. Τώρα πρέπει. Κι αυτός το ξέρει. Ήξερε πως θα 'ρχοταν η στιγμή. Τη φοβόταν τη στιγμή αυτή. Αλλά δεν έκανε τίποτα για να την αποτρέψει. Ήξερε πως η αλήθεια θα του γνέψει και θα 'ναι η κατάλληλη στιγμή. Κατάλληλη, που λέει ο λόγος δηλαδή...Πότε δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να πεις αντίο αν δεν το θέλεις κι αν πονάς γι' αυτό. Ποτέ δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να πεις αντίο μόνο γιατί πρέπει.....

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Tη νύχτα που χάθηκαν τ' αστέρια....

Πώς να 'ναι η νύχτα που χάθηκαν τ'αστέρια; Πώς να'ναι μια νύχτα χωρίς αστέρια; Ακόμα κι όταν κάνει ξαστεριά ξέρουμε πως τ' αστέρια είναι εκεί. Απλώς μας κρύβονται. Έτσι, δεν ανησυχούμε. Προχωράμε. Με το φεγγάρι ολόγιομο να τα σκεπάζει όλα. Όλα κι εμάς - με ό,τι αυτό συνεπάγεται...
Αλλά, δε θα μιλήσουμε για το φεγγάρι σήμερα. Αυτό είναι άλλη αφορμή ...φλυαρίας, συλλογισμού και ...παραλογισμού (όπως θες πές το!)

Χτες είδα αυτή την υπέροχη γαλλική ταινία. "τη νύχτα που χάθηκαν τ' αστέρια". Με το πλέον πολυπαιγμένο θέμα του κατατρεγμού των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς. Η ταινία βέβαια αυτή διαδραματίζεται στο Παρίσι και στο πραγματικό γεγονός της συγκέντρωσης 13.000 Εβραίων από τη Γαλλική Αστυνομία στο Ποδηλατοδρόμιο του Παρισιού, για να οδηγηθούν αργότερα και να εξοντωθούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Άντρες, γυναίκες και παιδιά. Άνθρωποι που δεν έκαναν απολύτως τίποτα, απλώς είχαν γεννηθεί Εβραίοι. Θυμήθηκα ένα βιβλίο που είχα διαβάσει στην εφηβεία μου ενός Πολωνού Εβραίου, του Μάρτιν Γκραίη με τίτλο "Στο όνομα όλων των δικών μου". Είχα ταρακουνηθεί ολόκληρη. Ήταν η τραγική ιστορία ενός ανθρώπου που επέζησε ενώ όλη του η οικογένεια χάθηκε σε θαλάμους αερίων. Γιατί; Γιατί ήταν Εβραίοι. Και πόσα άλλα βιβλία υπάρχουν. Και πόσες ταινίες ακόμα έχουμε δει. Και πόσες θα γυριστούν ακόμα....Είναι τόσο μεγάλο το έγκλημα και τόσο βαθύ το τραύμα που θα βασανίζει και θα εμπνέει για πολλές δεκαετίες ακόμα.

Δεν ξέρω αν συμπαθώ τους Εβραίους. Δεν ξέρω πολλά πράγματα για τους Εβραίους. Ξέρω όμως ότι αντιπαθώ βαθειά κάθε μορφή ρατσισμού. Ξέρω ότι όλοι αξίζουμε μια ευκαιρία. Είναι πολύ εύκολο να χρησιμοποιούμε γενικεύσεις και χαρακτηρισμούς. Απενοχοποιούν και απλοποιούν την καθημερινότητά μας. Αυτό που με λυπεί περισσότερο είναι ότι παρ 'όλα τα μαθήματα που έχουμε υποτίθεται πάρει από τα πεπραγμένα και τα ιστορικά γεγονότα ανά την υφήλιο, είμαστε ακόμα ρατσιστές. Ζούμε σε μια χώρα βαθειά ρατσιστική. Φορτώνουμε τα πάντα στους μετανάστες, όλα τα κακώς κείμενα. Φταίνε άραγε οι μετανάστες για την κατάντια του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και των όσων συμβαίνουν στον Άγιο Παντελεήμονα; Φταίνε οι μετανάστες για τα γεγονότα στη Νομική;
Και αναρρωτιέμαι: πού είναι τόσα χρόνια η Αστυνομία στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας; πόσο επικερδής για το Σύστημα είναι η μαστρωπεία και η διακίνηση ναρκωτικών; γιατί οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων που νοικιάζουν 40 τετραγωνικά σε 20 άτομα με ενοίκιο ανά ημέρα και ανά κεφάλι δεν διώκονται;  γιατί οι μετανάστες που ζουν εδώ και πολλά χρόνια στην Ελλάδα, έχουν ριζώσει και εργάζονται ήρεμα και ωραία δεν αποκτούν χαρτιά νομιμότητας; γιατί τα σύνορα είναι αφύλακτα και βασιλεύει εκεί η "απλοχεριά" των δουλεμπόρων στους ελέγχοντες την τάξη;
Μπορώ να συνεχίσω για αρκετή ώρα με παραδείγματα και ερωτήματα. Ένιωσα μεγάλη απογοήτευση όταν διάβασα τις προάλλες ότι η Α.Ντ., υφυπουργός της κυβέρνησης με ειδίκευση στο μεταναστευτικό, είπε ότι διαφωνεί με τη νομιμοποίηση των μεταναστών κι ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν κουλτούρα. Σα δε ντρεπόμαστε λέω 'γω, πολύ απλά και λαϊκά. Ντρέπομαι ώρες-ώρες που είμαι πολίτης αυτής της χώρας και περισσότερο θα έπρεπε να ντρέπονται οι κοινοβουλευτικοί μας εκπρόσωποι που θέλουν να λέγονται δημοκρατικοί και προοδευτικοί. Ας μη κοροϊδευόμαστε άλλο. Κι ας μη συνεχίσω άλλο....Μεταξύ κατεργαραίων, ειλικρίνεια.....

Εκείνη τη νύχτα λοιπόν, για να πάω και στην αρχή της κουβέντας, χάθηκαν τ' αστέρια. Όταν με τη βία σε ξυπνάνε τη νύχτα και σε εξωθούν σε φυγή, χάνεις την αξιοπρέπειά σου, χάνεις τον κόσμο, δεν υπάρχει αυτονόητο πια. Έτσι θα ένιωσαν και οι Κύπριοι που ξεριζώθηκαν από τον Αττίλα. Έτσι θα ένιωσαν κι οι Έλληνες της Σμύρνης το 22, όπως κι οι Έλληνες της Πόλης με τα Σεπτεμβριανά το 55 (αν θυμάμαι καλά). Και τόσες άλλες περιπτώσεις πιο κοντινές ή πιο μακρινές μας. Δεν τολμώ, αλήθεια, να σκεφτώ τι θα νιώσανε όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Εγώ που κοιμάμαι στη ζεστασιά και την ασφάλεια του σπιτιού μου. Απλώς μου γίνονται όλο και πιο απεχθείς οι φορείς και οι κοινωνοί αυτών των τακτικών. Γιατί ο ουρανός για όλους μας έχει αστέρια. Και δεν έχει δικαίωμα να τα σβήσει κανείς για κανέναν._